Μία μετάφραση-σταθμός για ένα θεμελιώδες έργο

Σταύρος Τσιτσιρίδης, εφ. Ελυθεροτυπία (Βιβλιοθήκη), 7/2/2003

Πλάτων, Πολιτεία, μτφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, εκδ. «Πόλις», σελ. 993, 37,53 €

Πλάτων, ΠολιτείαΟ Θεμίστιος, σοφιστής του 4ου μ.Χ. αιώνα, παραδίδει ένα εντυπωσιακό ανέκδοτο σχετικά με την πλατωνική Πολιτεία: όταν η Αξιοθέα από το Φλειούντα διάβασε το συγκεκριμένο έργο του Πλάτωνα, εγκατέλειψε την Αρκαδία και ήλθε στην Αθήνα, μεταμφιεσμένη άνδρας, για να παρακολουθήσει τις παραδόσεις του θείου ανδρός. Η αντίδραση της τολμηρής φιλαναγνώστριας από την ορεινή Αρκαδία είναι -έστω και αν το ανέκδοτο στερείται ιστορικής αξιοπιστίας- χαρακτηριστική της εντύπωσης που προκάλεσε, αλλά και της επίδρασης που άσκησε το πλατωνικό opus magnum ανά τους αιώνες. Οι θαυμαστές υπήρξαν πάντοτε πολλοί: μεταξύ αυτών, μερικοί επίδοξοι μιμητές (ο Campanella και ο Morus υπήρξαν ίσως οι σημαντικότεροι), αλλά και μερικοί σφοδροί επικριτές (χαρακτηριστική περίπτωση ο Κ. Popper, ο οποίος συγχρόνως εκδήλωνε τον απερίφραστο θαυμασμό του). Κάποιοι μάλιστα έφτασαν στο σημείο να επιχειρήσουν τη μεταφορά των πλατωνικών ιδεωδών στο ιστορικό παρόν: υπενθυμίζω το κράτος των Ιησουιτών στην Παραγουάη το 17ο και 18ο αι., αλλά και τις προγενέστερες μεταρρυθμιστικές απόπειρες του Πλήθωνος.

Η τύχη του πλατωνικού έργου στην Ελλάδα μπορεί να μην υπήρξε (όπως έδειξε ο Α. Αγγέλου) κατά την Τουρκοκρατία η αναμενόμενη, αλλά μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους δεν ήταν κακή, και πάντως μεταφραστικά ήταν καλύτερη εκείνης του Αριστοτέλη. Με άλλα λόγια, το έργο του Πλάτωνα δυνητικά ήταν και είναι προσιτό στο ευρύ αναγνωστικό κοινό. Όχι ότι ευτυχήσαμε μέχρι σήμερα να δούμε σπουδαίες συνολικές μεταφράσεις του πλατωνικού έργου, αντίστοιχες με εκείνη του Schleiermacher, του Jowett ή του Apelt στην Εσπερία. Αλλά τουλάχιστον διαθέτουμε ορισμένες αξιόλογες μεταφράσεις μεμονωμένων έργων του. Στην περίπτωση της Πολιτείας αξίζει ν' αναφερθούν δύο: του Κ. Γεωργούλη (1939) και του Ι. Γρυπάρη (1941). Και οι δύο υπήρξαν, για διαφορετικούς λόγους, άτυχες. Η μετάφραση του Γεωργούλη, γιατί έπεσε θύμα των μεταφραστικών απόψεων του κατά τα λοιπά εγκρατούς φιλολόγου, οι οποίες τον οδήγησαν συχνά σε έναν εξαιρετικά μακροπερίοδο, δύσκαμπτο και κατά περίπτωση δυσνόητο λόγο. Η μετάφραση του Γρυπάρη -επεξεργασία στη δημοτική παλαιότερης καθαρεύουσας μετάφρασης στις εκδόσεις «Φέξη» (1911) και επιστέγασμα μεταφραστικής πείρας πενήντα ετών- υπήρξε οπωσδήποτε αξιόλογη, αλλά δυστυχώς παρέμεινε ανολοκλήρωτη. Ο θάνατος βρήκε τον Γρυπάρη το φθινόπωρο του '41 πάνω στα χειρόγραφα της μετάφρασής του -είχε προλάβει να μεταφράσει μόνον τα επτά πρώτα βιβλία (τα υπόλοιπα τρία που κυκλοφόρησαν μαζί στη σειρά του «Ζαχαρόπουλου» αποτελούν μεταγλώττιση από τον Ε. Παπανούτσο της παλαιότερης μετάφρασης του Γρυπάρη στην καθαρεύουσα).

Η νέα μετάφραση της Πολιτείας από τον Ν. Σκουτερόπουλο αποτελεί -δικαίως- σημαντικό γεγονός: Ένα από τα σπουδαιότερα φιλοσοφικά κείμενα όλων των εποχών μεταφέρεται στη νεοελληνική από έναν δεινό και έμπειρο μεταφραστή. Αν η μετάφραση είναι τέχνη, ο Σκουτερόπουλος διαθέτει όσο ελάχιστοι την απαιτούμενη εμπειρίαν και τριβήν: έχει μεταφράσει κατά τρόπο δόκιμο -συχνά, θα έλεγα, υποδειγματικό- πάμπολλα κείμενα, φιλοσοφικού κατά κανόνα περιεχομένου, τόσο από άλλες γλώσσες όσο και από τα αρχαία ελληνικά. Στην τελευταία κατηγορία περιλαμβάνονται, εκτός των αποσπασμάτων της αρχαίας σοφιστικής και των Κυνικών, πέντε πλατωνικοί διάλογοι. Η ευτυχής συγκυρία συμπληρώνεται από την ένταξη του έργου στην αξιόλογη σειρά που διευθύνει ο καθηγητής Β. Κάλφας.

Οι αρετές της νέας μετάφρασης είναι πολλές, αλλά θα περιοριστώ -quam brevissime- σε δύο, τις οποίες θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικές. Η πρώτη είναι ευδιάκριτη κι έχει να κάνει με τη γλώσσα της μετάφρασης: σύγχρονος, στέρεος και υφολογικά ομαλός νεοελληνικός λόγος, αυτός δηλαδή που, εκτός των άλλων, αρμόζει στη γλώσσα των μορφωμένων Αθηναίων αστών που λαμβάνουν μέρος στους πλατωνικούς διαλόγους. Η δεύτερη αρετή, λιγότερο ευδιάκριτη, αφορά την ακρίβεια της μετάφρασης. Ο προσεκτικός αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι ο Σκουτερόπουλος παντού έχει υπόψη του τον πλούσιο ξενόγλωσσο γλωσσικό και ερμηνευτικό σχολιασμό, πρωτίστως το σπουδαίο (αν και πεπαλαιωμένο) υπόμνημα του J. Adam (1902).

Επειδή η μετάφραση του Σκουτερόπουλου είναι βέβαιο ότι θα εκτοπίσει τις υπάρχουσες μεταφράσεις και θα επηρεάσει ίσως για πολλά χρόνια τον τρόπο με τον οποίο θα διαβάζουμε το θεμελιώδες αυτό έργο της δυτικής φιλοσοφικής σκέψης, δεν θα ήθελα να περιοριστώ σε εύκολους επαίνους, αλλά ούτε και σε σημαντικές, πλην όμως κατ' ανάγκην γενικόλογες αναφορές, σχετικά με τις δυσκολίες της μετάφρασης ενός τέτοιου κειμένου. (Αναφέρω δείγματος χάριν μια τέτοια δυσυπέρβλητη δυσκολία: Πόσο και πώς μπορεί να διατηρηθούν στη μετάφραση οι ποικίλες, αισθητές για τον αρχαίο αναγνώστη εναλλαγές του ύφους, π.χ. το εντελώς προφορικό ύφος κάποιων τμημάτων και το φιλοσοφικότερο κάποιων άλλων, το υποβλητικότερο ορισμένων, κυρίως μυθολογικών ενοτήτων και το ρητορικότερο άλλων;) Περισσότερο σκόπιμη θεωρώ τη διατύπωση συγκεκριμένων κριτικών παρατηρήσεων. Προτιμώ μάλιστα να αρχίσω με δύο μείζονες αδυναμίες τεχνικού χαρακτήρα. Πρώτον, στις κεφαλίδες των σελίδων παραλείπεται η αναφορά του συγκεκριμένου βιβλίου της Πολιτείας, αλλά και η καθιερωμένη, κατά τον Η. Stephanus, αρίθμηση, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εντοπίσει αμέσως ο αναγνώστης το βιβλίο ή και το χωρίο που αναζητεί (ή ήδη διαβάζει). Δεύτερον, οι σημειώσεις, όχι μόνον βρίσκονται συγκεντρωμένες όλες μαζί στο τέλος, αλλά επιπλέον οι μόνες ενδείξεις που τις συνοδεύουν είναι αυτές της στερεότυπης αρίθμησης και της σχετικής φράσης του πρωτοτύπου, ενώ στη μετάφραση λείπει οποιοδήποτε διακριτικό σημάδι που θα ειδοποιούσε τον αναγνώστη ότι πρέπει να ανατρέξει στα σχόλια. Με άλλα λόγια, ο αναγνώστης είναι αναγκασμένος, όχι μόνο να παρακολουθεί πάντα το πρωτότυπο, αλλά και να ανατρέχει συνέχεια στις σημειώσεις, για να διαπιστώσει εάν υπάρχει ή όχι σχετικό σχόλιο. Αμφιβάλλω πολύ αν θα υπάρξει αναγνώστης που θα αντέξει μέχρι τέλους.

Επαινέθηκε παραπάνω η στερεότητα και το ομαλό (με ελάχιστες δημοτικίστικες αδεξιότητες) ύφος του μεταφρασμένου λόγου. Θα πρέπει όμως παράλληλα να επισημανθεί ότι σε -λίγες ευτυχώς- περιπτώσεις ο νεοελληνικός λόγος δεν διαθέτει τη φυσικότητα που χαρακτηρίζει τον πλατωνικό διάλογο. Η περιοδολογία του αρχαιοελληνικού λόγου διαφέρει, ως γνωστόν, σε μεγάλο βαθμό από εκείνη του νεοελληνικού: ο αρχαίος ελληνικός λόγος μπορεί λόγω της δομής του (μετοχικές και απαρεμφατικές προτάσεις, μόρια κ.τ.λ.) να παρουσιάζεται ευλύγιστος, ακόμη και όταν γίνεται μακροπερίοδος, ο νεοελληνικός όμως κατά κανόνα δεν διαθέτει παρόμοιες αντοχές (η αδυναμία της μετάφρασης εν προκειμένω διαφαίνεται κυρίως στις αφύσικα μακροσκελείς ερωτήσεις, π.χ. 401b, 520d, 559a). Αφύσικος παραμένει επίσης ο λόγος εκεί που ακολουθεί πολύ πιστά το πρωτότυπο. Όπου, αντιθέτως, ο λόγος γίνεται αφηγηματικός, η συγκεκριμένη αδυναμία απουσιάζει: η απόδοση, επί παραδείγματι, του τελικού μύθου του Ηρός είναι εξαιρετική.

Στην ακρίβεια της μετάφρασης, αλλά και στη φυσικότητα του λόγου συμβάλλει η μετάφραση των μορίων, υπόθεση κάθε άλλο παρά εύκολη, ιδιαίτερα μάλιστα όταν πρόκειται για τον Πλάτωνα. Δύσκολη επίσης η απόφανση για το βαθμό επιτυχίας στην απόδοσή τους, αφού και αυτή επηρεάζεται συχνά από την υποκειμενική αίσθηση που έχει κανείς της γλώσσας. Σε κάθε περίπτωση όμως η παράλειψη της μετάφρασης των μορίων στερεί το κείμενο από δύναμη και χρώμα. Παραθέτω ένα απλό παράδειγμα: ο Θρασύμαχος ειρωνεύεται τον Σωκράτη: χρειάζεσαι παραμάνα, του λέει, να σου σκουπίζει τις μύξες, «ενώ εσύ θες σκούπισμα -αφού δεν σου 'χει μάθει να ξεχωρίζεις το κοπάδι από τον τσοπάνο» (343a8). Η τελευταία φράση ηχεί ως άχρωμη (και ελαφρώς ακατανόητη) αιτιολόγηση, επειδή, εκτός των άλλων, έχει χαθεί το γε του πρωτοτύπου (ὅς γε ...γιγνώσκεις).

Η μετάφραση κρίσιμων όρων δεν είναι επίσης σε όλες τις περιπτώσεις απολύτως ικανοποιητική. Η απόδοση της λ. μύθος με το «παραμύθι» είναι, τουλάχιστον σε ορισμένα χωρία (376d9, 415c7), άστοχη, ενώ η απόδοση του πλατωνικού τεχνικού όρου ιδέα με «ιδεατό καλούπι» ή «ιδεατή φόρμα» ελάχιστα ικανοποιεί (εν προκειμένω κάθε μετάφραση του όρου μάλλον παρέλκει). Ατυχής είναι και η απόδοση της λ. θυμός με τη λ. «ψυχή» (εντός εισαγωγικών), γιατί βέβαια το θυμοειδές είναι κατά τον Πλάτωνα μέρος της ψυχής και η επακόλουθη σύγχυση, αναπόφευκτη. Όπου το δίκαιον χρησιμοποιείται ως αφηρημένη έννοια, θα έπρεπε προφανώς να μεταφράζεται ως «δίκαιο» και όχι «δίκιο». Η λ. εικών θα ήταν, τέλος, ορθότερο να αποδοθεί (όπου το απαιτεί το νόημα) με τον όρο «αλληγορία» αντί του όρου «παραβολή» (π.χ. 487e6), που παραπέμπει σε χριστιανικά συμφραζόμενα. Άλλωστε «αλληγορία» (του σπηλαίου κ.λπ.) είναι και ο σωστός τεχνικός όρος.

Παραθέτω μερικές ακόμη αντιρρήσεις σε επιμέρους σημεία: Η φράση (πομπή) ...ἥν ... ἔπεμπον στην αρχή του έργου δεν σημαίνει «πομπή... που έστειλαν», αλλά «πομπή... που τελούσαν» (οι Θράκες). Η λέξη ἀστεῖος (349b4) δεν έχει την ίδια σημασία στα αρχαία και στα νέα ελληνικά. Το μεταφραστικό ισοδύναμο του χαρακτηρισμού αἰσχροκερδής (408c3), προκειμένου μάλιστα για τον Απόλλωνα, δεν μπορεί να είναι «αγιογδύτης». Η μετοχή χρησοχοήσαντας (450b3) έχει κατανοηθεί σωστά, αλλά η απόδοση «για να παίξουνε τις κουμπάρες» ήκιστα αρμόζει. Στο 468c1 η μεταφραστική προσθήκη «σ' εκείνον που ανδραγάθησε» και η συνακόλουθη, λανθασμένη απόδοση της αντωνυμίας τὶς δεν επιτρέπει τη λογική κατανόηση του χωρίου. Όταν ο Πλάτων αποδίδει στον «τιμοκρατικό άνδρα» το επίθετο αὐθαδέστερος (548e4) δεν εννοεί μάλλον «πιο ατομιστής», αλλά «πιο υπερόπτης», αφού γενικά του αποδίδει χαρακτηριστικές σπαρτιατικές ιδιότητες. Στο 580d10 θυμοῦται δεν σημαίνει ότι αισθάνεται «θυμό», αλλά «έξαψη του πάθους». Η «μιμητική τέχνη» δεν «συναγελάζεται» (603b4), αλλά «συνευρίσκεται» με το τιποτένιο, γι' αυτό άλλωστε και «γεννάει» τιποτένια πράγματα. Και μια τελευταία παρατήρηση, υπό τύπον ερωτήσεως, για τις χρησιμοποιούμενες μεταφράσεις ποιητικών παραθεμάτων: Γιατί εκεί όπου υπάρχει σαφώς καλύτερη μετάφραση (π.χ. στους Επτά του Αισχύλου) δεν χρησιμοποιείται η καλύτερη, γιατί σε μερικές περιπτώσεις (π.χ. στην Οδύσσεια) χρησιμοποιείται αλλού η μια μετάφραση και αλλού άλλη, και, κυρίως, γιατί δεν αναφέρεται κάθε φορά ονομαστικά ο συγκεκριμένος μεταφραστής;

Ενοχλητικές είναι εξάλλου ορισμένες ορθογραφικές ιδιορρυθμίες. Προς τι η εισαγωγή σε ένα τόσο σημαντικό μετάφρασμα -που τυπώνεται μάλιστα σε πολυτονικό- νεωτερισμών όπως «σταλήθεια», «καταβάση», «κατουσίαν», «καθοδόν», «κατανάγκη;». Ο πλαγιασμός επίσης των λέξεων μπορεί να είναι γενικά χρήσιμος, έχω ωστόσο την αίσθηση ότι στο παρόν έργο έχει χρησιμοποιηθεί καθ' υπερβολήν.

Αφησα για το τέλος τα παρελκόμενα: την εισαγωγή, τα σχόλια και τη βιβλιογραφία. Άριστη η επιλογή να υπάρχει μόνο ένα σύντομο Εισαγωγικό Σημείωμα. Στις σχοινοτενείς εισαγωγές βουλιάζουν συνήθως οι φιλόδοξοι συγγραφείς και απαυδούν οι ανυπόμονοι αναγνώστες. Νομίζω εντούτοις ότι ένα συνοπτικό διάγραμμα της Πολιτείας θα βοηθούσε τον αναγνώστη να αποκτήσει καλύτερη εποπτεία του εκτενούς έργου. Τα Ερμηνευτικά Σημειώματα είναι επίσης πολύ χρήσιμα και ουσιώδη (εξαιρούνται ορισμένες παραπομπές σε παράλληλα χωρία). Αβλεψίες δεν λείπουν (Ξάντριαι ο τίτλος της αισχύλειας τραγωδίας και όχι Ξαντρίαι, τον Σφηττό και όχι τη Σφηττό, Μετά τα φυσικά -ή, έστω, Μεταφυσικά- αλλά όχι Μεταφυσική), μεγαλύτερο ωστόσο πρόβλημα αποτελούν οι παραπομπές σε πεπαλαιωμένες εκδόσεις αρχαίων συγγραφέων (π.χ. για τον Πίνδαρο στον Bergk, ενώ υπάρχει η έκδοση των Snell-Maehler, για τους κωμικούς στον Kock ή τον Edmonds, ενώ υπάρχει η έκδοση των Kassel-Austin, για τον Σοφοκλή στον Nauck, ενώ υπάρχει του Radt). Η Βιβλιογραφία, τέλος, είναι ιδιαίτερα ενημερωμένη και χρήσιμη (θα προσέθετα απλώς την πολύτομη σχολιασμένη μετάφραση στα Ιταλικά του Vegetti και τη θεμελιώδη εργασία του Boter για τη χειρόγραφη παράδοση της Πολιτείας).

Εν κατακλείδι: Δύσκολα μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι η μετάφραση της Πολιτείας από τον Σκουτερόπουλο αποτελεί την καλύτερη υπάρχουσα νεοελληνική μετάφραση, αλλά και ότι συνιστά καθ' εαυτήν ιδιαίτερα αξιόλογη μεταφραστική δοκιμή, τη σημασία της οποίας δεν επιδιώκουν να μειώσουν οι συγκεκριμένες παρατηρήσεις που προηγήθηκαν. Η ευχή είναι μία: Να μη θεωρήσει ο καλός μεταφραστής ότι η προσπάθεια έφτασε στο τέλος της -αν υπάρχει βέβαια μεταφραστικό τέλος για έργα όπως η Πολιτεία.

Στην πολιτεία των εκλεκτών

Δανιήλ Ιακώβ, εφ. Το Βήμα, 3/11/2002

Μια καινούργια μετάφραση του κορυφαίου έργου του Πλάτωνα

Η Πολιτεία είναι ένα ώριμο και κορυφαίο έργο εμπνευσμένου στοχασμού καθώς συμποσώνει την οντολογία, τη γνωσιολογία, την ηθική, την αισθητική και την κοινωνικοπολιτική ιδεολογία του αθηναίου φιλοσόφου. Με την ακμαία αυτή συμβολή ο Πλάτων εγκαταλείπει οριστικά τους αδιέξοδους απορητικούς διαλόγους και καταθέτει τις θετικές του προτάσεις κατασκευάζοντας μια από τις πλέον γνωστές ουτοπίες. Η πρότασή του αποσκοπεί ασφαλώς στη διασφάλιση της ύψιστης ευδαιμονίας των κατοίκων αυτής της ιδανικής πολιτείας και εντάσσεται στην ευρύτερη επιδίωξη των αρχαίων Ελλήνων να εντοπίσουν «τι το άριστον;», «τι το κάλλιστον;» κτλ. στην ανθρώπινη ζωή.

Είναι φυσικό μια θεωρητική κατασκευή να διέπεται από κάποιες ρυθμιστικές προδιαγραφές και αυτό αντίκειται στο μοντέλο μιας ανοιχτής, πολυφωνικής κοινωνίας. Αν η πολιτική κατάθεση του Πλάτωνα μας φαίνεται μονοδιάστατη, θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας δύο καθοριστικούς παράγοντες συγγραφής του έργου, έναν συγχρονικό και έναν διαχρονικό: α)Τα χρόνια του Πλάτωνα ανήκουν σε μια μεταβατική περίοδο, κατά την οποία το πολιτικό μόρφωμα της πόλης-κράτους παρακμάζει, οπότε καθίσταται ώριμο το αίτημα για μια εναλλακτική λύση. β)Οι σημερινές πολιτικές αντιλήψεις είναι προϊόν τόσο μιας μακραίωνης παράδοσης θεωρητικού στοχασμού όσο και έμπρακτης εφαρμογής ή προσαρμογής του. Θα ήταν, επομένως, άδικο να επιχειρήσουμε μια απαξιωτική κριτική καθώς ο Πλάτων δεν θεμελιώνει τις προτάσεις του σε έναν πολιτικό προβληματισμό με μεγάλο ιστορικό βάθος, όπως συμβαίνει σήμερα. Δεν θα πρέπει, δηλαδή, να αντιτάξουμε στο κλειστό σύστημα του φιλοσόφου μια εξίσου κλειστή και δογματική κριτική, αλλά θα πρέπει να προβούμε σε μια απροκατάληπτη κατανόησή του.

Στο σημείο αυτό επιλέγω να συζητήσω, λόγω έλλειψης χώρου, τις απόψεις του Πλάτωνα για τη λογοτεχνία και ειδικότερα για την ποίηση, την οποία, όπως είναι γνωστό, εξόριζε από την ιδανική του πολιτεία. Τρεις είναι οι λόγοι που οδηγούν τον φιλόσοφο στην καταδικαστική ετυμηγορία: από οντολογική άποψη η φύση της ποίησης δεν ανταποκρίνεται σε ένα πάγιο και βασικό ζητούμενο της φιλοσοφίας, την αλήθεια, γιατί η τέχνη ως απείκασμα του κόσμου της καθημερινής πραγματικότητας, η οποία με τη σειρά της είναι αντίγραφο του υπερβατικού κόσμου των ιδεών, αποτελεί μια απόμακρη αντανάκλαση της ιδεατής πραγματικότητας και γι' αυτό δεν είναι μόνο, ως αντίγραφο του αντιγράφου, περιττή αλλά και επιζήμια. Η βλάβη που προκαλεί είναι ηθική και ψυχολογική -και έτσι μεταβαίνουμε στους δύο άλλους λόγους που στοιχειοθετούν την πρόταση του Πλάτωνα για εξορία των ποιητών. Βλέποντας ο πολίτης στο θέατρο τις ακραίες καταστάσεις που παριστάνει η τραγωδία θα διαμορφώσει ενδεχομένως μια αρνητική συμπεριφορά. Τέλος, κινδυνεύει η στρατιωτική ικανότητα της τάξης των φυλάκων που είναι επιφορτισμένοι με την προστασία της πόλης. Πώς να μην τρωθεί καίρια το πολεμικό φρόνημα εκείνων που κλαίνε και νιώθουν φόβο παρακολουθώντας μια παράσταση; Αν οι οντολογικές, ηθικές και ψυχολογικές ενστάσεις της πλατωνικής λογοτεχνικής κριτικής ευσταθούν, τότε η εκτόπιση της ποίησης από μια ευνομούμενη πολιτεία δεν είναι απλώς εύλογη αλλά και νομοτελειακά αναπόφευκτη. Ωστόσο είναι εξίσου εύλογο ότι, αν συντελεστεί μια αλλαγή του φιλοσοφικού παραδείγματος, τότε η κριτική ανατρέπεται. Αυτή την αλλαγή πραγματοποίησε ο μαθητής του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης, με την Ποιητική του. Αντικατέστησε τη θεωρία των υπερκόσμιων ιδεών του δασκάλου του με δύο ενδοκοσμικές κατηγορίες, την ύλη και τη μορφή. Η πραγματικότητα δεν αντιγράφει έναν υπερβατικό κόσμο, αλλά η ύλη κλείνει εντός της τη δυνατότητα να προσλαμβάνει ποικίλες μορφές που χαρακτηρίζονται από κάποια λειτουργικότητα και προορίζονται για έναν σκοπό. Ετσι η άποψη ότι το έργο τέχνης είναι αντίγραφο δευτέρου βαθμού έχασε κάθε έρεισμα. Το ηθικό πρόβλημα ο Αριστοτέλης το έλυσε υποστηρίζοντας ορθά ότι η τέχνη αποτελεί έναν αυτόνομο χώρο με τους δικούς του κανόνες. Η απαίτηση, επομένως, να επιτελεί ηθικοδιδακτική λειτουργία παύει να έχει αντικείμενο. Τέλος, ο Σταγιρίτης έδειξε ότι «δι' ελέου και φόβου» συντελείται η κάθαρση και προκαλείται η «οικεία ηδονή» της τραγωδίας, η οποία επενεργεί απολύτως θετικά πάνω στον δέκτη. Θα μπορούσαμε να ορίσουμε αρνητικά τα χαρακτηριστικά της Ποιητικής ως εξής: πρόκειται για μια θεωρητική περί ποιήσεως πραγματεία η οποία δεν είναι θεολογική, καθώς αποκλείει από την εξέτασή της τους θεούς, δεν είναι ηθική, καθώς αποφεύγει τον διδακτισμό και προκρίνει την απόλαυση, και δεν είναι κοινωνικά επικαθορισμένη, καθώς θέτει στο κέντρο του ενδιαφέροντός της τη σχέση παραγωγής και πρόσληψης της λογοτεχνίας, ενώ αγνοεί πλήρως τα κοινωνικά συμφραζόμενα, λ.χ. τον θεσμό των Μεγάλων Διονυσίων, στο πλαίσιο του οποίου ανεβάζονταν οι τραγωδίες.

Απομένει ένα ακόμη κεφαλαιώδες ερώτημα: Πώς αντιλαμβάνονται οι δύο φιλόσοφοι τη μίμηση που αποτελεί την ουσία της λογοτεχνίας; Για τον Πλάτωνα μίμηση είναι η δουλική αντιγραφή της εξωτερικής πραγματικότητας, ενώ για τον Αριστοτέλη ταυτίζεται με την πλασματικότητα, δηλαδή με την επινοημένη από τον ποιητή πραγματικότητα, που διέπεται από αδιάσπαστη ενότητα και αιτιώδη σύνδεση των παριστανόμενων γεγονότων σύμφωνα με τους κανόνες της πιθανοφάνειας ή της αναγκαιότητας. Η προηγούμενη συνοπτική συζήτηση έδειξε, νομίζω, ότι η συμβολή της Πολιτείας στη διαμόρφωση των απόψεων της αριστοτελικής Ποιητικής και δι' αυτής στη μετάβαση σε σύγχρονα θεωρητικά περί λογοτεχνίας σχήματα υπήρξε καθοριστική. Ως τώρα διαθέταμε δύο σημαντικές μεταφράσεις της Πολιτείας, αυτές του Ιωάννη Γρυπάρη και του Κωνσταντίνου Γεωργούλη. Και οι δύο χρειάζονταν επειγόντως εκσυγχρονισμό, γιατί κάθε μετάφραση έχει κατά κανόνα περιορισμένο χρόνο ζωής. Το επίμοχθο αυτό εγχείρημα το ανέλαβε αγόγγυστα ο χαλκέντερος μεταφραστής αρκετών πλατωνικών διαλόγων καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ν. Μ. Σκουτερόπουλος και το διεκπεραίωσε με αξιοθαύμαστη επιτυχία. Τη μετάφραση την πλαισίωσε με μια σύντομη διαφωτιστική εισαγωγή και με τα εντελώς απαραίτητα για την κατανόηση του κειμένου σχόλια. Πιστεύω ότι με το ηράκλειο έργο που επιτέλεσε κέρδισε την παντοτινή ευγνωμοσύνη τόσο των φιλολόγων όσο και των φιλοσόφων.

* Ο κ. Δανιήλ Ι. Ιακώβ είναι καθηγητής στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Περί δούλων και άλλων παρανοήσεων

Kωνσταντίνος Δεσποτόπουλος, εφ. Καθημερινή, 1/6/2003

Ένα σχόλιο για την έκδοση της «Πολιτείας» του Πλάτωνος από τον N. Σκουτερόπουλο

Tο έργο του Πλάτωνος «Πολιτεία» έχει επηρεάσει άμεσα ή έμμεσα την έκτοτε διάπλαση της φιλοσοφίας, αλλά και της πολιτικής, στην Eυρώπη τουλάχιστον, σε μέγιστο βαθμό και με τρόπο καίριο. Tο έξοχο αυτό έργο εμπεριέχει εδραία νοήματα ψυχολογίας και γνωσιολογίας, οντολογίας και μεταφυσικής, επιστημολογίας και διαλεκτικής, ανθρωπολογίας και ηθικής, θεωρίας της οικονομίας και θεωρίας του δικαίου, πολιτειολογίας και πολιτικής, θεωρίας της παιδείας και ποιητικής. Mε το έργο αυτό κατ’ εξοχήν συντελέστηκε η συμβολή του ύπατου φιλοσόφου στην εμπέδωση τη αΐδιας φιλοσοφίας.

Eύλογα, λοιπόν, θεωρώ πολύτιμη προσφορά προς τους Eλληνες αναγνώστες βιβλίων φιλοσοφίας την έκδοση του κορυφαίου αυτού έργου του Πλάτωνος από τον ακάματο και ικανότατο διάκονο της φιλοσοφίας καθηγητή N. Σκουτερόπουλον. Kαι άλλοτε είχα εκτιμήσει την ευθυκρισία και την εμβρίθεια, την ερμηνευτική διορατικότητα και τη γόνιμα υπηρετική της φιλοσοφίας φιλολογική επιστημοσύνη του, έκδηλες ήδη στην έκδοση από τον ίδιο του πλατωνικού διαλόγου «Eυθύδημος». H πρόσφατη όμως έκδοση της «Πολιτείας» είναι κατόρθωμα και βαρύτατου πνευματικού μόχθου του.

Eπιτελώ χαρμόσυνο χρέος μου να εξάρω το γενναίο αυτό φιλολογικό-φιλοσοφικό εγχείρημα του καθηγητού N. Σκουτερόπουλου, καθώς έχω από τα εφηβικά χρόνια μου οικειότητα ευλαβική με το κείμενο της «Πολιτείας». Aυτό κατ’ εξοχήν με γαλούχησε προς τη φιλοσοφία, όσο και αν συνέβαλαν έκτοτε και άλλα έργα φιλοσοφίας, όπως ιδιαίτερα τα «Hθικά Nικομάχεια» του Aριστοτέλους, ο «Λόγος περί μεθόδου» του Descartes και τα «Προλεγόμενα» του Kant. Eξάλλου, το πολυσήμαντο αυτό έργο του Πλάτωνος έδωσε θέματα σε πολλά δημοσιεύματά μου και σε πολλές ώρες διδασκαλίας μου. Mαρτυρούν και τα βιβλία μου «Πολιτική Φιλοσοφία του Πλάτωνος» (1957, 1980 εκδόσεις «Παπαζήση»), «Φιλοσοφία του Πλάτωνος» (1997, Eκδόσεις Aκαδημίας Aθηνών).

H προκείμενη έκδοση της «Πολιτείας» του Πλάτωνος, από τον καθηγητή N. Σκουτερόπουλο επιβάλλεται με τον πνευματικό της πλούτο και δεν χρειάζεται αναλυτικό εγκωμιασμό. Eίναι, όμως, δεκτική για κριτική, φιλική πάντοτε, χρήσιμη για τη βελτίωσή της και όχι μειωτική της αξίας της.

Tο χωρίο 433d

Aς επιτραπεί να μην επιδοκιμάσω τον «ψυχαρισμό» στον τίτλο «Πολιτεία του Πλάτωνα». O τίτλος πρέπει να είναι «Πολιτεία του Πλάτωνος». Προπάντων, όμως, αδυνατώ να επιδοκιμάσω τη διατήρηση της σφαλερής γραφής του χωρίου 433d, με συμπερίληψη δηλαδή των δύο λέξεων «και δούλω». H επίκληση του κύρους του Γρηγορίου Bλαστού δεν επαρκεί να δικαιώσει την διατήρηση της σφαλερής γραφής. O αείμνηστος Eλληνοαμερικανός ιστορικός της ελληνικής φιλοσοφίας είναι άξιος σεβασμού, άλλωστε με ιδική μου πρόταση έγινε Aντεπιστέλλον Mέλος της Aκαδημίας Aθηνών, αλλά η γνώμη του επί του χωρίου αυτού είναι πρόχειρη και αβάσιμη.

H παραδοσιακή γραφή του χωρίου της «Πολιτείας» 433d είναι «…ἐνὸν καὶ ἐν παιδὶ καὶ ἐν γυναικὶ καὶ δούλῳ καὶ ἐλευθέρῳ καὶ δημιουργῷ καὶ ἄρχοντι καὶ ἀρχομένῳ…». Aυτήν διατηρεί ο κ. Σκουτερόπουλος. Kαι ο αναγνώστης παρασύρεται από αυτήν προς την γνώμη, ότι ο Πλάτων περιλαμβάνει στην ιδανική λεγόμενη πολιτεία και τον θεσμό της δουλείας. Tο ζήτημα είναι άρα σπουδαιότατο. H σφαλερή αυτή γνώμη συνεπάγεται μείωση της ηθικής αξίας της πλατωνικής ιδανικής πολιτείας. Όπως εξηγώ στο βιβλίο μου «Πολιτική Φιλοσοφία του Πλάτωνος», ορισμένοι αυστηρότατοι θεσμοί της δικαιώνονται μόνο από την παράτολμη προσπάθεια του φιλοσόφου να σχεδιάσει κοινωνία χωρίς δούλους, ενώ δεν υπάρχει ακόμη αναπτυγμένη τεχνική της παραγωγής και της επικοινωνίας. Aν υιοθετούμε, λοιπόν, τη σφαλερή γραφή του χωρίου 433d, και άρα πιστεύομε στην μαρτυρία της για ύπαρξη δούλων στην ιδανική πολιτεία του Πλάτωνος, τότε οι αυστηρότατοι αυτοί θεσμοί παραμένουν αδικαίωτοι, ενώ και χρεώνεται ο ύπατος φιλόσοφος με παραδοχή του ανήθικου θεσμού της δουλείας στη σύσταση της ακέραια ηθικής, ιδεατής, πολιτείας του.

Mε επιχειρήματα

Έχω καταδείξει, όμως, ότι η γνήσια γραφή του χωρίου 433d της «Πολιτείας» δεν περιλάμβανε «και δούλω», το άκριτο αυτό παρέμβλημα παλαιού αντιγραφέα, κατά παρανόηση της σημασίας της λέξεως «ελευθέρω» και παραγνώριση της αντιστοιχίας της προς τη λέξη «δημιουργώ» (Bλ. και το βιβλίο μου «Mελετήματα Φιλολογίας και Φιλοσοφίας» (εκδόσεις «Eλληνικά Γράμματα», 1998, σελ. 127-131). Όποιος λοιπόν εμμένει στη σφαλερή γραφή του χωρίου 433d, ώστε να διατηρεί τη νοθευτική του λέξη «δούλω», οφείλει να καταρρίψει τα επιχειρήματά μου. Eφόσον όμως τα επιχειρήματά μου παραμένουν αδιάσειστα, πρέπει στις εκδόσεις της «Πολιτείας» το χωρίο 433d να υπάρχει στη γνήσια γραφή του: «καὶ ἐν παιδὶ καὶ ἐν γυναικὶ καὶ ἐλευθέρῳ καὶ δημιουργῷ καὶ ἄρχοντι καὶ ἀρχομένῳ» ώστε και να βρίσκεται σε αρμονία με το σύνολο των άλλων χωρίων της «Πολιτείας», όπου εξαντλητικά περιγράφεται η σύσταση του πληθυσμού της ιδεατής «Πολιτείας», χωρίς ούτε υπαινιγμό καν για ύπαρξη δούλων, ενώ το χωρίο 433d δεν αποτελεί περιγραφή της με αυτοδύναμο κύρος, αλλά ενέχει απλώς συναγωγή συμπεράσματος με συγκεφαλαιωτική αναφορά στο σύνολο των άλλων αυτών χωρίων.

Mόλις χρειάζεται να επικαλεσθώ και την ευρύτατη αποδοχή της σπουδαίας αυτής διορθώσεώς μου της σφαλερής παραδοσιακής γραφής του χωρίου 433d. O αείμνηστος ακαδημαϊκός Xαριτωνίδης είχε δηλώσει: «Eίμαι υπερήφανος γιατί από Eλληνα έγινε η σπουδαιότερη αυτή από κάθε άλλη διόρθωση χωρίου της αρχαίας ελληνικής γραμματείας». Kαι, όταν παρουσίασα την κρίσιμη αυτή διόρθωση με Aνακοίνωσή μου στο Παρίσι τον Mάρτιο του 1970 ενώπιον επιλέκτων ιστορικών της φιλοσοφίας, ο πρόεδρος της πανεπιστημιακής εκείνης συνεδρίας καθηγητής JeaGaudemet έσπευσε να εκφράσει την έκπληξη και τη συμφωνία του, ενώ και οι άλλοι παριστάμενοι, μεταξύ τους και ο διάσημος πλατωνιστής Pierre-Maxime Schul, διαδήλωσαν τη συμφωνία τους με την «εκπληκτική» διόρθωσή μου του χωρίου 433d. Mετά ολίγες εβδομάδες δημοσιεύτηκε η περιεκτική της Aνακοίνωσής μου στη Revue des Etudes Greques (1970).

Kερματική ανάγνωση

Άλλα χωρία του κειμένου της «Πολιτείας» έχουν παρερμηνευθεί κατά καιρούς και προκαλέσει παρανοήσεις καίριες της δομής και του χαρακτήρα της ιδεατής πολιτείας του Πλάτωνος. Aκόμη έως την εποχή μας πιστεύεται ότι κατανέμεται δήθεν σε τρεις κοινωνικές τάξεις το σύνολο των πολιτών, και ότι ολοκληρωτικό είναι δήθεν το ήθος των θεσμών της ιδεατής πολιτείας, και ότι θεσμός της σπουδαίος είναι δήθεν η «κοινοκτησία των γυναικών» ή και ο «διωγμός» γενικά των ποιητών. Aιτία των παρανοήσεων αυτών είναι κερματική ανάγνωση του κειμένου της Πολιτείας και η σύνδρομή της πνευματική νωχέλεια ή και ερμηνευτική ανεπάρκεια των υπευθύνων για τις παρανοήσεις αυτές πλατωνιστών, καθώς είτε είναι διάσημοι έστω φιλόλογοι ελληνιστές, άμοιροι όμως πολιτικής φιλοσοφίας, είτε είναι οικείοι της πολιτικής φιλοσοφίας, δίχως όμως γνώση της αρχαίας ελληνικής.

Kατάδειξη και αντίκρουση των οικτρών αυτών παρανοήσεων υπάρχει στο βιβλίο μου «Πολιτική Φιλοσοφία του Πλάτωνος», έκγονο επίμονης μελέτης επί έτη πολλά του κειμένου της «Πολιτείας» από Έλληνα ειδικό στην πολιτική φιλοσοφία και παιδιόθεν διδαγμένο την αρχαία ελληνική. Eλπίζω να μην αγνοήσει ο κ. Σκουτερόπουλος το χρήσιμο αυτό βιβλίο στη δεύτερη, εύχομαι σύντομα, έκδοση του έξοχου βιβλίου του για το κορυφαίο έργο του Πλάτωνος.

* O κ. K. Δεσποτόπουλος είναι μέλος της Aκαδημίας Aθηνών.