«Είμαστε παιδιά των θανάτων του Σωκράτη και του Ιησού»

 Κατερίνα Σχινά (μετάφρση), εφ. Ελευθεροτυπία (Βιβλιοθήκη), 13/4/2001

Το δοκίμιο περιλαμβάνεται στη συλλογή «Αξόδευτα πάθη» του Τζορτζ Στάινερ, που θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Νεφέλη».

ΤΖΟΡΤΖ ΣΤΑΪΝΕΡ: Δύο θάνατοι που κυριαρχούν στη μεταφυσική και πολιτική μας αίσθηση του εαυτού

«Είμαστε παιδιά των θανάτων του Σωκράτη και του Ιησού»

«δύο είναι οι θάνατοι που έχουν, σε γενικές γραμμές, καθορίσει την υφή της δυτικής ευαισθησίας. Δύο περιπτώσεις θανατικής ποινής, δύο περιπτώσεις δικονομικής δολοφονίας βρίσκονται στη βάση των θρησκευτικών, φιλοσοφικών και πολιτικών μας αντανακλαστικών. Είναι δύο θάνατοι που κυριαρχούν στη μεταφυσική και πολιτική μας αίσθηση του εαυτού: οι θάνατοι του Σωκράτη και του Ιησού. Παραμένουμε, μέχρι σήμερα, παιδιά αυτών των θανάτων». Ετσι αρχίζει το δοκίμιό του «Δύο αλέκτορες» ο Τζορτζ Στάινερ, αναθεωρημένη και εμπλουτισμένη παραλλαγή μιας ομιλίας του στοχαστή στο συνέδριο με θέμα «Κατανόηση, πίστη και αφήγηση» που έγινε τον Ιούνιο του 1992 στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, στην Ουάσιγκτον. Η εκτέλεση του Σωκράτη και τη σταύρωση του Χριστού στοιχειώνουν τη δυτική εμπειρία - και ο Στάινερ παρακολουθεί τα ίχνη αυτής της διπλής παρουσίας μέσα στη δυτική φιλοσοφία και θεολογία, με σπάνια οξυδέρκεια και γνώση.

Συγκρίσεις, παραλληλισμοί, μελέτες αντικατοπτρισμού και ασυμμετρίας μεταξύ Ιησού και Σωκράτη, με ειδική αναφορά στους θανάτους τους είναι, τουλάχιστον από την εποχή του Νεοπλατωνισμού και της Αναγέννησης, κοινός τόπος στη Δύση. Οταν, στον πασίγνωστο πίνακα του Jacques-Louis David, με θέμα τις τελευταίες στιγμές του Σωκράτη, ο σοφός αποτυπώνεται με το δείκτη στραμμένο προς τα Ηλύσια, έχουμε μια εικαστική πόζα που ολοφάνερα «αναφέρεται» στη χειρονομία του Χριστού σε ζωγραφικές απεικονίσεις της Δευτέρας Παρουσίας, όπως εκείνη του Μιχαήλ Αγγέλου. Οταν, στο παράξενο δοκίμιό του, γραμμένο στα 1916, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν καταγγέλλει τη σωκρατική κατάχρηση της έννοιας έρως, ο εξισορροπητικός παράγων μιας τέτοιας καταγγελίας δεν είναι παρά η εικόνα του Χριστού και της Αμωμης Σύλληψης του Grunewald. Παραδόξως, δεν υπάρχει, μέχρι σήμερα, σοβαρή διαχείριση αυτού του βασικού τόπου· επιπλέον, καμιά βιβλιογραφία, κανένας κατάλογος απεικονίσεων με θεματικές αντιθέσεις ή αναλογίες δεν εξαντλούν επαρκώς το θέμα.

Οι παραλληλισμοί που εντοπίστηκαν υπήρξαν ανοικτοί ή κεκαλυμμένοι, θεολογικοί ή φιλοσοφικοί, ηθικοί και ψυχολογικοί, ιστορικοί και φιλολογικοί. Στα σκεπτικιστικά, ελευθέρια κείμενα του ύστερου 17ου και 18ου αιώνα, ο θάνατος του Σωκράτη και η Σταύρωση αντιπαρατίθενται στο πλαίσιο ενός «αισώπιου» ή μυστικού κώδικα. Φαινομενικά, ο τρόπος με τον οποίο ο Σωκράτης συμπεριφέρεται τις τελευταίες μέρες της ζωής του και τις στιγμές λίγο πριν από το κώνειο, χαρακτηρίζεται ως η υπέρτατη ενσάρκωση μιας κοσμικής, παγανιστικής ορθολογικότητας και dignitas (αξιοπρέπειας). Ο τρόπος με τον οποίο προσέρχεται στο θάνατο σημαδεύει το ύψιστο όριο του προ-Χριστιανικού ανθρωπισμού. Αλλά η κένωσις του θεανθρώπου Χριστού και η αγωνία του στο Σταυρό θεωρείται ότι σηματοδοτεί ένα «κβαντικό άλμα» στην εξ αποκαλύψεως αλήθεια που οδηγεί στην προσφορά της παγκόσμιας σωτηρίας. Και είναι ακριβώς η αθλιότητα του μαρτυρίου του Ιησού, η ταπείνωση και η ασχημία που υπομένει σαρκικά, στην απόλυτη αντίθεσή τους με την κομψή ευγένεια της αποχώρησης του Σωκράτη, που αρθρώνει το νέο μήνυμα προς τον άνθρωπο.

Αυτό είναι το ρητό νόημα της σύγκρισης, όπως επενδύθηκε ηθικά και διδάχθηκε στα σχολεία, σε εγχειρίδια συμπεριφοράς και ρητορικής, κατά τη διάρκεια της ύστερης Αναγέννησης, την εποχή του μπαρόκ και του νεο-κλασικισμού. Είναι η επίσημη ανάγνωση που συνεχίζει να υποστηρίζεται από τους πιο επιφυλακτικούς philosophes του Διαφωτισμού. Αλλά σε μερικές ιδιαίτερες περιπτώσεις διανοητών, η ανάγνωση γίνεται εντελώς διαφορετικά. Στα ανατρεπτικά πνεύματα ενός Pierre Bayle ή ενός στοχαστή της ομορφιάς, όπως ο Winckelmann, ο θάνατος του Σωκράτη, και όχι του Ναζωραίου, είναι υποδειγματικός. Ο Σωκράτης αποτελεί την αθάνατη μαρτυρία της ικανότητας του ανθρώπινου πνεύματος να αντικρίζει κατάματα και να αποδέχεται τη θνητότητα, όχι επειδή, ανιμιστικά ή δογματικά, τη συνδέει με την εξ ουρανού αποζημίωση, αλλά επειδή αγαπά την ηθική και πνευματική αλήθεια. Ακόμη και τη στιγμή του ακραίου βασανισμού -έτσι υποστηρίζει αυτό το επιχείρημα - ο Ιησούς είναι πεπεισμένος για τη μετάβασή του στους ουρανούς και για την επιστροφή του εν κοσμική μεγαλοπρεπεία. Ο Σωκράτης δεν έχει τέτοια βεβαιότητα. Η ενόρασή του περί επιβίωσης της πεφωτισμένης ψυχής, το όραμά του των Ηλυσίων Πεδίων, είναι είτε ελαφρώς ειρωνικά μέσα διδασκαλίας είτε, στην καλύτερη περίπτωση, μεταφορές μιας υπερβατικής σκέψης. Για τον Σωκράτη, όπως και για τον τρελό του Ληρ, είμαστε προορισμένοι «μονάχα για το σκοτάδι». Αυτό που απασχολεί τον Σωκράτη, και πιο συγκεκριμένα τον «Σωκράτη» που με το θάνατό του εισάγει την πλατωνική μεταστροφή προς τον υπερβατισμό, είναι η ορθολογική, ενάρετη βίωση της επίγειας ζωής μας και η ανθρώπινη ποιότητα της αποδοχής του θανάτου. Αυτό στο οποίο αποβλέπει στον Κρίτωνα, όπως τόσο θαυμαστά κατανόησε ο Μοντένι, είναι εκείνη η πειθαρχία της αξιοπρέπειας, εκείνη η διακριτικότητα της καρδιάς που μπορεί να εξανθρωπίσει ακόμη και τον πιο σκληρό θάνατο.

Ενα μοτίβο έμμονη ιδέα

Στη φιλοσοφία του 19ου αιώνα και στη φιλοσοφία της θρησκείας, το μοτίβο Ιησούς-Σωκράτης επανέρχεται σχεδόν σαν έμμονη ιδέα. Είναι ο περίφημος άξονας των στοχασμών του Χέγκελ πάνω στη φιλοσοφία της ιστορίας και της θρησκείας. Καμιά άλλη στιγμή δεν καταδεικνύει τόσο δραματικά το Bildungsroman (σ.σ. το μυθιστόρημα μαθητείας), με άλλα λόγια την εξελικτική δυναμική της ανθρώπινης συνείδησης, όσο ο θάνατος του Σωκράτη και του Ιησού. Η εκτέλεση του Σωκράτη αποκαλύπτει τη δημιουργική διαλεκτική της σύγκρουσης ανάμεσα στην ατομικότητα και το κράτος (όπως και η εκτέλεση της Αντιγόνης, στην οποία ο Χέγκελ βλέπει έναν ενστικτώδη ομόλογο του Σωκράτη). Η φαινομενολογία του προσώπου του Ιησού και του Πάθους, ο τρόπος με τον οποίο αυτά υπερβαίνουν τον Ιουδαϊσμό του Αβραάμ και του Μωυσή, ορίζουν νέες κατηγορίες συνειδητότητας και συνείδησης, κατηγορίες θεμελιώδεις για τη γέννηση του μοντερνισμού και την αυτεπίγνωση του Geist. Και δεν είναι μόνο οι υλιστές ερμηνευτές και κριτικοί του Χέγκελ που έχουν μελετήσει την αντιστοιχία ανάμεσα στην τριπλή κίνηση της διαλεκτικής λογικής του Χέγκελ και του προτύπου της Τριάδας.

Οποιοδήποτε ευρετήριο σχετικά με το θέμα Σωκράτη και Ιησού, σχετικά με τις ομοιότητες και τις αντιθέσεις τους (ακόμη και τις συγκρούσεις τους) στο έργο του Κίρκεγκααρντ, θα κατέγραφε αναφορές και σχετικές παραγράφους σχεδόν σε κάθε τίτλο. Πρέπει να πούμε ότι ο δομικός άξονας της φιλοσοφίας του Κίρκεγκααρντ -τα βήματα που οδηγούν από το αισθητικό στο ηθικό και από το ηθικό στο θρησκευτικό- είναι χαραγμένος σε σταθερή αναφορά προς τον Σωκράτη και τον Ναζωραίο. Ηδη στην εμπνευσμένη πραγματεία του πάνω στη σωκρατική ειρωνεία, την παιδαγωγική και ευρετική μέθοδο διδασκαλίας του Αθηναίου σοφού, η αντίθεση προς τα κηρυγματικά και αλληγορικά μέσα του Ιησού υπογραμμίζεται έντονα. Στη συνέχεια, και δια μακρών, ο Σέρεν Κίρκεγκααρντ θα μελετήσει τις αντιθέσεις ανάμεσα στη μαιευτική ορθολογικότητα του Σωκράτη και τον υπαρξιακό «παραλογισμό» και ανορθολογισμό της ζωής και της διδασκαλίας του Ιησού. Η «ενοχή» του Σωκράτη (ένα αντινομικό ζήτημα που εμφανίζεται ήδη σε ικανό αριθμό γοητευτικών και νομικιστικών, αν και ελάχιστα γνωστών, κειμένων του 18ου αιώνα, ιδιαίτερα στη Γαλλία και την Ιταλία) αντιμετωπίζεται από τον Κίρκεγκααρντ σε ειρωνική αντίστιξη προς την αθωότητα του Ιησού. Η απόφαση του Κίρκεγκααρντ «να επιλέξει τον Χριστό» αποτέλεσε τέτοια δοκιμασία και περιβλήθηκε με τόση ασυμβίβαστη δραματικότητα, κυρίως γιατί ο Κίρκεγκααρντ διέβλεπε με μεγάλη οξυδέρκεια μέσα του τα ίχνη του Σωκράτη -όντας ένας δεξιοτέχνης εξεταστής και διαλεκτικός, μια αλογόμυγα που εξουθένωνε μέχρις απελπισίας τους συντοπίτες του στην Κοπεγχάγη. Επιπλέον, όπως ο Χέγκελ διακρίνει διαισθητικά στην Αντιγόνη κάποιο βαθμό συγχώνευσης ανάμεσα στην απόλυτη ηθική και τη σωκρατική πρόκληση από τη μία πλευρά και τη θυσιαστική αυτοεκμηδένιση του Ιησού από την άλλη, έτσι και ο Κίρκεγκααρντ ανακαλύπτει στον Ιώβ τόσο τον αμφισβητία Σωκράτη όσο και τον πιστό που υπομένει αδιαμαρτύρητα τόσα άδικα δεινά από υποταγή στο μυστήριο της θείας αγάπης. Το εμβληματικό «είτε-είτε» του Κίρκεγκααρντ και η ανέφικτη γεφύρωσή τους είναι το δίπολο Σωκράτη-Ιησού, κωνείου-Γολγοθά.

Ο διάλογος συνεχίζεται στους στοχασμούς του Φόιερμπαχ πάνω στο θάνατο (το αριστούργημά του) και στην κριτική της θρησκείας που επιχειρεί. Ωστόσο, είναι στον Νίτσε που αυτός ο δυασμός και η αναλογία Ιησού και Σωκράτη προσλαμβάνουν τη μεγαλύτερη οξύτητά τους. Στην εκστατική, τόσο από πλευράς οραμάτων όσο και από πλευράς επιχειρηματολογίας, περίοδο του Τορίνο, ο Σωκράτης/Χριστός γίνεται (γίνονται) η έμμονη ιδέα του Νίτσε. Τώρα η πολεμική ενάντια στον ορθολογισμό του Σωκράτη, ενάντια στη φυσική ασχήμια του, ενάντια στην αναλυτική στειρότητα της διδασκαλίας του που διέβρωσε το πρωταρχικά μεγαλοφυές πνεύμα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας - με την οποία ο νεαρός Νίτσε είχε εγκαινιάσει τη φιλοσοφική λογοτεχνία και την πολιτισμική κριτική του - αναμειγνύονται με το κατηγορητήριο ενάντια στον Ιησού, στον Αντίχριστο και το Ecce Homo. Ο Αθηναίος σοφολογιότατος και ο Ναζωραίος δούλος-ηθικολόγος αλληλεπικαλύπτονται σε ένα είδος άγριου διανοητικού χορού, κατά τη διάρκεια του λυκόφωτος του στοχαστή. «Ich bin dem Heiland Asklepios einen Hahn schulding» (σ.σ. «Χρωστάμε στο λυτρωτή Ασκληπιό έναν κόκορα»). Η υπενθύμιση αυτή του Σωκράτη στον Κρίτωνα είναι ιδιαίτερα εύγλωττη. Η λέξη Heiland (σ.σ. λυτρωτής, σωτήρ, αλλά και θεραπευτής) δεν έχει, φυσικά, παρά μόνο λογοπαικτική σχέση με τον Ασκληπιό. Η πραγματική παρουσία στην παραλλαγή του Νίτσε είναι ο Χριστός Σωτήρ.

Με τη δηκτική του στενογραφία, ο Νίτσε συνδυάζει τα, κατά τη γνώμη του, εγκλήματα που διαπράττει ο Σωκράτης ενάντια στη διονυσιακή ζωτικότητα με το «δουλικό πάθος», τον υποκριτικό ιδεαλισμό και την εξευτελισμό του φυσικού εγώ του ανθρώπου στον «Ιουδαϊκό» Χριστιανισμό. Οπως και οι ελευθέριοι και οι ειρωνιστές πριν από εκείνον, ο Νίτσε χλευάζει την ιουδαιοχριστιανική «αισχρότητα» ενός εσταυρωμένου Θεού. Και οι δύο, και ο Σωκράτης, ο πιθηκόμορφος ιδεαλιστής, και ο πάσχων Ναζωραίος «βρωμίζουν τη ζωή» (η ενοχλητική φράση ανήκει στον Ντ.Χ. Λόρενς και υποδηλώνει μια πιστή κατανόηση της νιτσεϊκής σκέψης). Η πολεμική είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη, στο βαθμό που συγχωνεύει τον Πλατωνικό Σωκράτη με έναν Ιησού ιδωμένο στο φως του Ιουδαϊκού ουτοπικού ρεαλισμού. Εμμεσα συνδεδεμένες οι δύο μορφές και το χωλό βάρος των θανάτων τους, που κουβαλάει μέσα στις χιλιετίες η δυτική ψυχή, προκαλούν την κριτική του Νίτσε - από τα πρώτα κείμενα για τον Σωκράτη και την ελληνική τραγωδία ώς τις αντιρρήσεις του για τη «Ζωή του Ιησού» του Στράους. Η εχθρική παρουσία τους σκιάζει τη Γενεαλογία της Ηθικής και εμπνέει την εκστατική εναντιότητα του ευαγγελίου και της διαλεκτικής του Ζαρατούστρα. Ο Σωκράτης και ο άνθρωπος Ιησούς κυριαρχούν, σαν κακόβουλα είδωλα, στον παραληρηματικό επίλογο. «Οποιος διαβάζει την Κενή Διαθήκη πρέπει να φοράει γάντια», γράφει ο Νίτσε. Τα ίδια γάντια, μας δίνει να καταλάβουμε, πρέπει να φοράμε και όταν διαβάζουμε τον Κρίτωνα. Μέσα στον πλατωνικό αυτό διάλογο, το αλάνθαστο αυτί πρέπει να αφουγκράστηκε το ίδιο δόγμα της μη-βίας, της απόλυτης συγχώρησης που τόσο απέλπιζε τον Νίτσε στην περίπτωση του Ναζωραίου. Ο πετεινός του Ζαρατούστρα δεν αναγγέλλει ούτε το θάνατο ούτε την προδοσία ούτε τις προλήψεις περί Καθαρτηρίου. Σαλπίζει το μεσημέρι και εκείνη την υπόσχεση της Αέναης Επιστροφής, η οποία είναι η (ζηλότυπη) ανταπάντηση του Νίτσε στην προσφορά του Ιησού: στην Ανάσταση.

(...)

Γολγοθάς και Αουσβιτς

Καμιά πνευματική ή ιστορική χαρτογράφηση δεν μπορεί να εντοπίσει την ακριβή θέση του Σταυρού στο τοπίο της πρόσληψης και της ευαισθησίας μας, τώρα που ο αιώνας μας απέρχεται. Για όσους μετέχουν μιας αποπνικτικά κοσμικής, τεχνολογικά προσανατολισμένης κοινωνίας, αυτός ο εντοπισμός είναι μια «μαύρη τρύπα», την οποία κατέλιπαν οι μυθολογίες και ο ανορθολογισμός στο βαθύ παρελθόν. Για την πλειονότητα, υποπτεύεται κανείς, των «ενεργών» Χριστιανών -και τι ακριβώς συνεπάγεται ο προσδιορισμός «ενεργός» σε αυτό το πλαίσιο;- η Σταύρωση παραμένει μια ανεξιχνίαστη κληρονομιά, ένα σύμβολο οικείων αλλά ελλειμματικών ομολογιών. Αυτό το σύμβολο το τιμάμε και το επικαλούμαστε με ένα συμβατικό ιδίωμα και εξίσου συμβατικές χειρονομίες. Η χειροπιαστή του σημασία, το μέγεθος του πόνου και της αδικίας που ενσαρκώνει, μοιάζει να έχει απολέσει τη συναισθηματικά βιωμένη αμεσότητά της. Πόσοι μορφωμένοι άνθρωποι ακούνε σήμερα την κραυγή του Πασκάλ ότι η ανθρωπότητα δεν πρέπει να κοιμάται, αφού ο Χριστός κρέμεται στο σταυρό του εις τον αιώνα; Ενας «ορθολογικοποιημένος» Χριστιανισμός αιωρείται ανάμεσα σε μια αστήρικτη σχολαστικότητα και μια συμβολική απουσία ουσιαστικότητας, στο ακαθόριστο διάστημα των ασταθών φαντασιώσεων το οποίο ονομάζουμε μύθο.

Υπάρχουν όμως εκείνοι -δεν χρειάζεται να είναι Χριστιανοί ή ακόμη και πιστοί- για τους οποίους το γεγονός της Σταύρωσης στο Γολγοθά είναι το επίμονο καρφί (αν μου επιτρέπεται το λογοπαίγνιο) στην καρδιά της ηθικής και πολιτικής μας συνθήκης. Υπάρχουν εκείνοι που αισθάνονται ότι δεν μπορεί να υπάρξει υπεύθυνη, δεν μπορεί να υπάρξει ριζική προσπάθεια να συλλάβουμε την κατάρρευση των ευρωπαϊκών αξιών αυτό τον αιώνα και την επικυριαρχία του απάνθρωπου που εγκαθίσταται μετά το 1914, χωρίς αναφορά στην αγωνία του Χριστού. Χωρίς να ξανασκεφτούμε σε βάθος αυτή την απόλυτη εγκατάλειψη, την απόλυτη ήττα, που εκφράζει ο Υιός του Ανθρώπου στη Γεσθημανή. Υπάρχουν ανάμεσά μας εκείνοι που είναι πεπεισμένοι ότι για να συλλάβει κανείς το ανθρώπινο γένος, όπως διαμορφώθηκε μετά το Αουσβιτς και έπειτα από έναν αιώνα θεσμοθετημένης κτηνωδίας, πρέπει να συλλάβει το νόημα του Γολγοθά και τη σχέση ανάμεσα στις δύο πραγματικότητες.

Οι θεολόγοι, οι φιλόσοφοι της θεολογίας, οι ηθικοί φιλόσοφοι, κάποιοι ποιητές και, χωρίς αμφιβολία, οι σιωπηλοί άνθρωποι που προσπαθούν να συνεχίσουν τη ζωή τους στην παραδεδεγμένη σκιά του ανείπωτου (βλ. το μυθιστόρημα του Ernst Wiechert Missa sine nomine) έχουν κατανοήσει αυτή τη σχέση. Εχουν γίνει μάρτυρες της μακράς και φονικής ιστορίας του μίσους προς τους Εβραίους που σφραγίζει τη Χριστιανοσύνη. Εχουν αφουγκραστεί, με ανανεωμένη ειλικρίνεια και ντροπή, τις εκκλήσεις για εξόντωση των Εβραίων, όπως αντηχούν στο έργο των Πατέρων της Εκκλησίας, στον Λούθηρο. Η εκτεταμένη αδιαφορία των Εκκλησιών, τόσο της Καθολικής όσο και της Προτεσταντικής, απέναντι στην έλευση και την εκτέλεση του Ολοκαυτώματος έχει τεκμηριωθεί και έχει συζητηθεί ευρύτατα. Μια ολόκληρη σχολή μετα-μπαρθιανής θεολογίας, κυρίως στη Γερμανία, έχει υποστηρίξει ότι ο Χριστιανισμός σήμερα ασθενεί βαρύτατα, ότι το ιστορικό παρελθόν του αντισημιτισμού του και η αξιοθρήνητη αδυναμία του στη διάρκεια του μεσονυκτίου του δυτικού ανθρώπου έχουν αμφισβητήσει ριζικά το χριστιανικό μήνυμα της αγάπης και της σωτηρίας. Από αυτό τον προβληματισμό έχουν αναδυθεί ζοφερές, μελαγχολικές παρατηρήσεις. Δεν είμαι όμως πεπεισμένος ότι φθάνουν σε μεγάλο βάθος.

Υπάρχουν ταμπού, πολιτικά και ψυχολογικά δικαιολογημένα, που σκιάζουν κάθε καθαρή ανάλυση της μοιραίας συνθήκης που δημιούργησε η συνύπαρξη Εβραίων και Χριστιανών. Ιστορικά δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για τα περιστατικά που οδήγησαν στην άρνηση του μεσσιανικού μηνύματος του Χριστού από τους Εβραίους συγχρόνους του. Οι Ψαλμοί, ο Ησαΐας, οι πολύμορφες αλληγορίες της Τορά και των Προφητών είχαν «προείπει» την έλευση και το πάθος του Πάσχοντος Υιού του Δαβίδ. Απορρίπτοντας τον Ναζωραίο, οι Εβραίοι της εποχής του απέρριπταν κάτι επιτακτικό, κάτι ύψιστης σημασίας μέσα στις ίδιες τους τις μεσσιανικές προσδοκίες. Μόνο αν μπορούσαμε να διαφωτίσουμε τις ψυχικές πηγές εκείνης της απόρριψης και τα σημάδια που άφησε, θα μπορούσαμε να επικεντρωθούμε στη βασική αλήθεια ότι στις ίδιες τις ρίζες του Χριστιανισμού χτυπά ένας δυνατός παλμός ιουδαϊκής αυτοαπέχθειας, ενός αυτεπίστροφου μίσους (αρκεί να ανατρέξει κανείς στον Μάρκο και, κυρίως, στον Παύλο εκ Ταρσού). Στο μαύρο φως της Shoah, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να ορίσει τον Χριστιανισμό ως τον καρπό αυτού του μίσους, αυτής της χαρακτηριστικής ιουδαϊκής αυτοαπέχθειας. Ο παραλληλισμός με τον αντισημιτισμό του Μαρξ δεν είναι τυχαίος: ο Χριστιανισμός και ο Μαρξισμός είναι οι δύο μείζονες αιρέσεις του μεσσιανικού Ιουδαϊσμού.

Ισως ανάμεσα στο Γολγοθά και το Αουσβιτς να υπάρχουν συμμετρίες που δεν μπορεί να αντέξει η διά της λογικής κατανόησή μας. Αρνούμενος τη θεϊκή κένωσιν, τη δωρεά της ουσίας Του στο πρόσωπο του Χριστού, ο Ιουδαϊσμός έκρινε πλαστή και αντίθετη προς τη λογική τη θέωση ενός ανθρώπου. Στο Αουσβιτς, οι χασάπηδες υποβίβασαν τόσο τα θύματά τους όσο και τους ίδιους στο επίπεδο του υπανθρώπου. «Αποκτήνωσαν» την ανθρωπότητα μέσω της σάρκας εκείνων που είχαν αρνηθεί τη θεότητα αυτής της ίδιας σάρκας στον Ιησού τον Εβραίο.

Μαρξισμός και μεσσιανισμός

Θα ήταν ανώφελο να εικάσει κανείς το μέλλον της δυτικής ηθικής και μεταφυσικής μετά από αυτούς τους νέους σκοτεινούς χρόνους. Κάποιος οικονομικός αναπαλμός (πάντοτε εύθραυστος), η εκρηκτική διάδοση των κρυπτο-θρησκευτικών και φονταμενταλιστικών κινημάτων σε όλο τον πλανήτη δεν είναι αποδείξεις μιας αναγέννησης του πνεύματος. Η πρόσφατη κατάρρευση του Μαρξισμού, αν όντως πρόκειται περί κατάρρευσης, είναι ένα βαθύτατα αμφιλεγόμενο φαινόμενο. Στον Μαρξισμό είχαν επενδυθεί οι μετα-χριστιανικές μεσσιανικές ελπίδες· αυτή την έκφανση είχε πάρει η πείνα για δικαιοσύνη πάνω στη Γη. Τόσο η επί του Ορους ομιλία όσο και το κομμουνιστικό Μανιφέστο έλκουν την καταγωγή τους από τη μωσαϊκή διδασκαλία και τον Αμος. Η πτώση του μαρξιστικού ιδεώδους μπορεί να συνεπιφέρει την οριστική αποδυνάμωση του Χριστιανισμού. Οι παλαιστές υποκύπτουν στην αμοιβαία εξάντληση. Αδιαμφισβήτητο όμως είναι ότι το εγχείρημα που συνδέει τον αυθεντικό ανθρωπισμό με τον κοινωνικό, πολιτικό άνθρωπο (die Menschlich im Mensen - η Ανθρωπιά στον Ανθρωπο) οδήγησε σε χλευασμό και ήττα πάνω στο Σταυρό και μέσα στις στάχτες των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ούτε η μεταφορική έκφραση της Ανάστασης, της νεκρεγερσίας - τόσο αβέβαιη στον Μάρκο, τόσο απούσα από το μονισμό του Πασκάλ- ούτε το διπλό θαύμα της αναγέννησης του Ισραήλ μπορούν να σαρώσουν τον τρόμο από την καρδιά της ιστορίας μας. Ούτε μπορεί ο πλουραλιστικός φιλελευθερισμός και η νομοθετημένη ανεκτικότητα να σβήσουν τη δολοφονία του Σωκράτη.

Οπου είναι τίμιες, όπου δεν εξαντλούνται σε τυπικότητες ή αυτάρεσκες ασκήσεις ακαδημαϊκής ανάλυσης, οι προσπάθειες αντιμετώπισης του ανεξήγητου καταλήγουν σε εικόνες. Οι πίνακες και οι ιστορίες είναι τα μόνα μέσα που μας επιτρέπουν να αντέξουμε τις απώλειες. Είναι ο τρόπος που η τέχνη αφηγείται μια ιστορία, είναι οι παραβολές. Τα δύο αυτά κύρια νήματα ξετυλίγονται από κοινού. Στην άρνηση του Πέτρου του Καραβάτζιο, που μάλλον είναι το τελευταίο έργο του καταραμένου αυτού καλλιτέχνη, το κεφάλι του Αποστόλου έχει αποδοθεί με πρότυπο τις παραδοσιακές προτομές του Σωκράτη. Στη Βαγδάτη, κατά τη διάρκεια του Πολέμου στον Κόλπο, οι πετεινοί λαλούσαν όλη τη νύχτα. Αλλά το λαμπρό φως πάνω από την πόλη δεν ήταν το φως του ήλιου.