Το λάλον δαιμόνιο του Σωκράτη

Από την Μ. Θεοδοσοπούλου, εφ. Ελευθεροτυπία, 18/9/2010

Τάκης Θεοδωρόπουλος, Το ξυπόλητο σύννεφο, εκδόσεις Ωκεανίδα, σ. 396, ευρώ 18,09

Το ξυπόλητο σύννεφοΤο δαιμόνιο του Σωκράτη είναι τόσο γνωστό όσο και ο ίδιος, διεκδικώντας μέχρι και αυτοτελές λήμμα στις εγκυκλοπαίδειες. Παλαιότερα πίστευαν ότι η ενδιάθετη συμπεριφορά των ανθρώπων είναι το καλό ή το κακό τους πνεύμα, σύμφωνα τουλάχιστον με τον Ηρόδοτο. Του μπήκε ο δαίμονας, παραφράζει και λέει μέχρι σήμερα ο λαός. Δεδομένου ότι τον Σωκράτη τον γνωρίζουμε μόνο μέσα από τις μαρτυρίες νεοτέρων του και τις μυθοπλασίες μεταγενέστερων, αγνοούμε και την ακριβή φύση του δαιμονίου του. Πρόκειται για μια μορφή θεϊκού οιωνού, αν δώσουμε βάση στον Ξενοφώντα, που έσπευδε να αποδώσει στον δάσκαλό του μαντικές ικανότητες. Πιο νουνεχής ο Πλάτων, αναφέρει μεν στους διαλόγους το δαιμόνιο του Σωκράτη, αλλά αποφεύγει τις πολλές εξηγήσεις. Μόνο στην απολογία, που συγγράφει αντ' αυτού, τον θέλει να αναφέρεται σε μια φωνή, που ακούει παιδιόθεν εντός του. Αυτή υποτίθεται ότι τον απέτρεπε να κάνει μια πράξη, όπως, λ.χ., να αναμειχθεί στην πολιτική, αλλά, αντιθέτως, ποτέ δεν του υπέβαλε τι να κάνει. Οπότε θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι πρόκειται περί ενός αγαθοποιού πνεύματος, που μακάρι να μιλούσε στο έσω ους και των Νεοελλήνων, αναχαιτίζοντας τη μανιώδη διάθεσή τους προς διαχείριση των κοινών. Με μια πιο σύγχρονη ορολογία, ο Σωκράτης είχε κάτι σαν έκτη αίσθηση. Πάντως, το δαιμόνιό του μένει ως το βασικό στοιχείο, μαζί με την περιβόητη σιωπή, στην οποία βυθιζόταν, της «ατοπίας», όπως αποκάλεσε ο Αλκιβιάδης την αλλοκοτιά ή και τον παραλογισμό αυτού του εσαεί αινιγματικού φιλόσοφου.

Ολες αυτές οι ερμηνείες ή και απόψεις περί του δαιμονίου του Σωκράτη έμελλε να αποσαφηνιστούν ή, μάλλον, κυριολεκτικά να σαρωθούν ως ψευδολογίες τον φετινό Μάρτιο, άμα τη κυκλοφορία του καινούριου βιβλίου του Τάκη Θεοδωρόπουλου. Οπως φαίνεται, 2.480 έτη και τρεις μήνες από της γεννήσεως του Σωκράτη, που φέρεται ότι είδε το φως στις 4 Ιουνίου 470 π.Χ., έφτασε το πλήρωμα του χρόνου. Το δαιμόνιο του Σωκράτη, όπως ένας κοσμοναύτης χαμένος στο Διάστημα, περιπλανήθηκε στους αιώνες, για να έρθει και να προσγειωθεί στο διαμερισματάκι του συγγραφέα. Κατά διαβολική σύμπτωση, αυτό το τελευταίο δεν βρίσκεται κάπου στα βόρεια προάστια, αλλά, όπως τεκμαίρεται από την καίρια όσο και αποκαλυπτική επιφυλλιδογραφία του, στα περιλύσια πεδία, δηλαδή πλησίον του μέρους όπου γεννήθηκε ο Σωκράτης, στον άλλοτε ποτέ Δήμο Αλωπεκής. Για να ακριβολογούμε, η θέση τού εν λόγω Δήμου των Αθηνών πολύ βασάνισε τους ερευνητές, μέχρι να καταλήξουν, ως πιθανότερο τόπο τις όχθες του Ιλισού, κάπου μεταξύ Μετς και Νέου Κόσμου.

Οπως και να έχει, διά στόματος του ίδιου του δαιμονίου, μαθαίνει ο συγγραφέας το πότε και το πώς απέκτησε ο Σωκράτης κολαούζο έναν δαίμονα. Οσο για το γεγονός ότι αποδέχτηκε να καταγράψει όσα άκουσε, αυτό μάλλον οφείλεται στη στείρα φάση στην οποία θα πρέπει να βρισκόταν, καθώς άπελπις αναζητούσε θέμα αντάξιο της φήμης του ως μύστη της κλασικής αρχαιότητας. Είχε προαναγγείλει το μυθιστόρημα του Παρθενώνα, αλλά, όπως δείχνουν και οι πρώτες σελίδες του παρόντος βιβλίου, που εκτυλίσσονται εντός του ναού με το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς να στέκεται υπαίτιο του θανάτου του Περικλή, τον οποίο ο λοιμός είχε μετατρέψει σ' ένα γελοιωδέστατο ανθρωπάκι, μάλλον έπασχε από έλλειψη έμπνευσης. Γι' αυτό, άλλωστε, ανέχτηκε τις απειλές και τις ειρωνείες του δαιμονίου. Δια ροπάλου τού απαγόρευσε να ανακατώσει μεγάλες ιδέες, εξωραΐζοντας τους Αρχαίους Ελληνες, ενώ, ταυτόχρονα, τον περιγελούσε για έλλειψη ταλέντου. Τελικά, η ευεργετική επίδραση του δαιμονίου φαίνεται στους ήρωες. Ούτε ίχνος από τον σαλιάρη, με την τσιριχτή φωνή, Σωκράτη, που εμφανίζεται στο παλαιότερο βιβλίο του, «Το μυθιστόρημα του Ξενοφώντα», και απ' όλες εκείνες τις νοσηρές σεξουαλικές προτιμήσεις των εταίρων της σωκρατικής ομήγυρης, που μόνο τους «ψυχαναλίζοντες κριτικούς» θέλγουν, όπως ορθότατα σχολιάζει το δαιμόνιο. Αντ' αυτών, προέκυψαν, ως διάνθισμα, μερικές εξαίρετες σελίδες, στις οποίες ο συγγραφέας αυτομαστιγώνεται, και ως κυρίως σώμα, ένα μυθιστόρημα με ήρωες τους Ολύμπιους Θεούς και τους Αθηναίους της πρώτης δεκαετίας του Πελοποννησιακού Πολέμου. Και οι μεν και οι δε περιγράφονται ως εαυτούληδες, με άλλα λόγια, πλάθονται κατ' εικόνα και ομοίωσιν των σημερινών, λεγόμενων, απογόνων τους.

Θα χαρακτηρίζαμε την υπόθεση πρωτότυπη, κι αυτό, όχι μόνο χάρη στον σύνθετο χαρακτήρα της πλοκής, αλλά και γιατί προσφέρει μια πειστικότατη απάντηση στο φιλολογικό πρόβλημα, που συνιστά η τρίτη από τις σωζόμενες κωμωδίες του Αριστοφάνη, οι «Νεφέλες». Το αναπάντητο μέχρι σήμερα ερώτημα ήταν γιατί ο Αριστοφάνης, που κυνηγούσε επίκαιρα θέματα και διακωμωδούσε επιφανή πρόσωπα, επέλεξε να σατιρίσει τον μεσήλικα Σωκράτη, πρόσωπο σεβαστό μόνο σ' έναν στενό κύκλο ανθρώπων; Σαν, δηλαδή, σήμερα, ο Λάκης Λαζόπουλος, θέλοντας να σατιρίσει τους διανοουμένους, να έβαζε στο στόχαστρο έναν Ζήσιμο Λορεντζάτο αντί ενός Βέλτσου.

Σε χοντρές γραμμές, ο μύθος έχει ως εξής: οι Ολύμπιοι Θεοί φοβήθηκαν το μέγα δημιούργημα των δημιουργημάτων τους, ήτοι τον λόγο των θνητών, όταν ο Περικλής με τον Επιτάφιο Λόγο ανόρθωσε το φρόνημα των Αθηναίων μετά το πρώτο ολέθριο γι' αυτούς έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου, χωρίς την παραμικρή μνεία σ' εκείνους, λησμονώντας ακόμη και την προστάτιδα της πόλης Αθηνά. Ζητούσαν, λοιπόν, κάποιον να διαταράξει την πειθώ του λόγου τους και να υπονομεύσει την αυταρέσκειά τους, σπέρνοντας «διά της τέχνης της αντιλογίας» την αμφιβολία. Ο μόνος ενδεδειγμένος ήταν ο Σωκράτης. Αλλά ήταν τόσο απρόβλεπτος, που χρειαζόταν χειραγώγηση ή, αλλιώς, μια εν αυτώ θεία φωνή. Γι' αυτό και έστειλαν έναν από την τάξη των δαιμόνων. Ομως, η Αθηνά, υπερασπιζόμενη την πόλη της, φρόντισε να τους χαλάσει τα σχέδια, γελοιοποιώντας τον Σωκράτη. Τον αναγκαίο γι' αυτό τον σκοπό κωμωδιογράφο τον είχε ήδη έτοιμο. Ηταν ο δαφνοστεφής Αριστοφάνης. Το μόνο που έλειπε ήταν ένα δαιμόνιο κόλπο για να ενδιαφερθεί εκείνος για τον άσημο Σωκράτη. Διά της μεθόδου των μεταμορφώσεων, στην οποία είχαν ιδιαίτερη προτίμηση οι Ολύμπιοι, κατόρθωσε να στρέψει την προσοχή της Ασπασίας στον Αριστοφάνη, κάνοντάς τον, όχι μόνο να την ερωτευτεί, αλλά και να ζηλέψει τον «αλλόκοτο» Σωκράτη, όταν εκείνη τον εκθείασε. Με άλλα λόγια, το ιστορικό της συγκεκριμένης κωμωδίας συνίσταται σε θεϊκά και ερωτικά μπλεξίματα. Ουδεμία, δηλαδή, σχέση με φιλοσοφικούς και συναφείς προβληματισμούς. Ως αποκορύφωμα, προστέθηκε μια παρεξήγηση μεταξύ του Σωκράτη και του δαιμονίου του, που είχε ως αποτέλεσμα ο Σωκράτης, για πρώτη φορά στη ζωή του, να σηκωθεί όρθιος και να αντιμετωπίσει το κοινό του Θεάτρου, έστω και εκστομίζοντας μία και μόνη φράση: «Αν ήξερα ποιος είναι ο Σωκράτης, θα σας έλεγα πως είμαι εγώ. Ομως ούτε κι εγώ τον ξέρω τον Σωκράτη», κατά παράφραση του «εν οίδα ότι ουδέν οίδα».

Ομως, σε όλα τα μυθιστορήματα, που παρουσιάζονται ως αφήγηση ενός προσώπου, το καθοριστικό στοιχείο είναι το ίδιο το πρόσωπο. Κατά τ' άλλα, το σύνηθες πρόβλημα που αντιμετωπίζει ένας συγγραφέας, είναι πώς γίνεται ο αφηγητής να γνωρίζει τις μύχιες σκέψεις των ηρώων. Στη συγκεκριμένη, όμως, περίπτωση, υπεισέρχεται η θεία επέμβαση. Ενα δαιμόνιο είναι ένας υπερκόσμιος ωτακουστής, οπότε αρκεί ένας ήρωας, όπως, λ.χ., η Ασπασία, να αφηγηθεί εις εαυτόν όσα του συνέβησαν.

Το δαιμόνιο του Θεοδωρόπουλου αποδεικνύεται συναρπαστικός αφηγητής κυρίως για δύο λόγους. Πρώτον, διαθέτει τη διάνοια ενός μετανεωτερικού, απολύτως σύγχρονου, διανοούμενου και δεύτερον, «τη διάνοια των αισθήσεων». Το πρώτο υποδηλώνεται με την εργαλειακής φύσεως φρασεολογία που επιστρατεύει. Λ.χ., οι Ολύμπιοι είναι οι διαχειριστές της αιωνιότητας, ο Πλάτων, ο διαχειριστής της υστεροφημίας του Σωκράτη, ο Αριστοφάνης οργανώνει μέσα του το βάρος της δυσπιστίας απέναντι στον κόσμο. Αλλά και με τις εύστοχες σε βάθος χρόνου παρατηρήσεις του, όπως όταν αποφαίνεται ότι η δημοκρατία είναι η ιδανική μορφή της λογοδιάρροιας ή η κωμωδία, θέμα οπτικής γωνίας και μύτης.

Ας έλθουμε, όμως, στο δεύτερο, που αφορά τη στάση του αφηγητή στον ερωτικό τομέα. Το δαιμόνιο είναι ένας δαίμων, δηλαδή φύλου αρσενικού, έστω και άνευ οργάνου, καθόσον πνεύμα. Με άλλα λόγια, ούτε άφυλο ούτε αμφίφυλο ούτε τρυφερό, όπως οι άγγελοι. Παρακινούμενο από τις ερωτικές του ορέξεις, αφηγείται στον συγγραφέα και εκείνος καταγράφει, όπως τις ακούει, τις περιπτύξεις της Ασπασίας με τον νεαρό χασάπη Λυσικλή, αλλά και με μια μαθητευόμενη εταίρα, που αποδεικνύεται ότι επρόκειτο για μεταμόρφωση της Αθηνάς. Ακόμη, τις ερωτικές περιπέτειες του Αριστοφάνη με ένα «χάρμα οφθαλμών πλασματάκι», με κορυφαία σκηνή την ενύπνια διέγερση της Ξανθίππης, που ολοκληρώνεται με τη θεία παρέμβαση του Ερμή. Ετσι, αν ποτέ απολεσθεί σύμπασα η αρχαιοελληνική γραμματεία, χάρη στο μυθιστόρημα του Θεοδωρόπουλου, αντί της δύστροπης πλατωνικής Ξανθίππης, σωστής μέγαιρας κατά τις περισσότερες μαρτυρίες, θα εγγραφεί στις λογοτεχνικές δέλτους μια γλυκιά καστανομάτα.

Τελικά, το δαιμόνιο παραδέχεται ότι δεν κατόρθωσε να μπουρδουκλώσει «τη μηχανή του λόγου», που πιστεύει ότι υπήρξε ο Σωκράτης. Οσο για τον συγγραφέα, υπεκφεύγει, υποσχόμενος ένα δεύτερο μυθιστόρημα, στο οποίο, κατά τις δημόσιες δηλώσεις του, προτίθεται να συλλάβει την τραγική διάσταση του Σωκράτη. Εδώ, πάντως, φαίνεται να ξέμπλεξε με τον «αλλόκοτο» Σωκράτη, ο οποίος προβάλλεται ως ένα πρώτο αταξινόμητο δείγμα του Άλλου.