4ος αιώνας μ.Χ.–1393: Μεσαιωνική περίοδος Σταγών (Καλαμπάκας)

Σπυρίδων Βλιώρας, εφ. Τα Μετέωρα, 1446 (08.04.2022) 21 (www.academia.edu/74536324, σελ. 80)

Πολλές αναφορές της λέξης Αἰγίνιον και της πόλης του Αἰγινίου, της σημερινής Καλαμπάκας, γίνονται σε 17 περίπου επιγραφές της ρωμαϊκής περιόδου,1 μερικές από τις οποίες σώζονται ακόμη στην πόλη. Η τελευταία από αυτές είναι τιμητική και αφιερωμένη στον Μάρκο Αυρήλιο Πρόμπο, Ρωμαίο αυτοκράτορα από το 276–282 μ.Χ.

alt_text

«Aὐτοκράτορας Καίσαρας Λούκιον Σεπτίμιον Σεουῆρον Περτίνακα καὶ Μᾶρκον Αὐρήλιον Ἀντωνεῖνον, Παρθικούς, Ἀραβικούς, Ἀδιαβηνικούς, Μεγίστους, Σεβαστούς, ἡ̣ πόλις Αἰγινιέων

Η επόμενη και τελευταία αναφορά του Αιγινίου στις πηγές είναι στα τέλη του 5ου ή στις αρχές του 6ου αιώνα μ.Χ. από τον γεωγράφο Στέφανο Βυζάντιο στο έργο του Περὶ πόλεων (λήμμα Αἰγίνιον) και ίσως αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα προγενέστερης εποχής: «Αἰγίνιον, πόλις Ἰλλυριῶν, ὡς Στράβων· τὸ ἐθνικόν: Αἰγινιεύς». Ο χαρακτηρισμός του Αιγινίου ως πόλεως «Ἰλλυριῶν» δικαιολογείται, διότι την εποχή εκείνη ανήκε στην ρωμαϊκή Ὑπαρχία Ἰλλυρικοῦ (Ἐπαρχότης τοῦ πραιτωρίου τοῦ Ἰλλυρικοῦ / praefectura praetorio per Illyricum‎)2 κι όχι διότι βρισκόταν σε σημείο διαφορετικό απ’ ό,τι η σημερινή Καλαμπάκα.

Γενικά, από τον 4ο ως τον 9ο αιώνα μ.Χ. η πόλη του Αιγινίου δεν αναφέρεται από τους Βυζαντινούς συγγραφείς, κι αυτό εξαιτίας διαφόρων παραγόντων.

alt_text

Από τον 4ο αιώνα μ.Χ. και εντεύθεν διάφοροι λαοί άρχισαν να επιτίθενται σε εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας: Γότθοι, Βησιγότθοι, Οστρογότθοι, Ούννοι, Κουτρίγουροι, Σλάβοι3 κ.ά. Κατά τις επιδρομές των Σλάβων μάλιστα δημιουργήθηκαν μικρές πολιτικά αυτόνομες νησίδες σλαβικού πληθυσμού, με δική τους αρχικά, χωριστή η καθεμιά, φυλετική οργάνωση, διάσπαρτες ανάμεσα σε Έλληνες, οι Σκλαβηνίες, και πολλά τοπωνύμια που υπάρχουν μέχρι σήμερα στην ευρύτερη περιοχή της Καλαμπάκας έχουν σλαβική ετυμολογική προέλευση. Τριστιανός, Βελεμίστι, Δούπιανη, Κλινοβός, Κόζιακας, Κουβέλτσι, Τρίκαλα, Σταγοί κ.λπ.4

alt_text 5

Επίσης, από τον 6ο μέχρι και τον 8ο αιώνα, εκδηλώθηκε η λεγόμενη Πανώλη του Ιουστινιανού, μια από τις πιο θανατηφόρες πανδημίες στην ανθρώπινη ιστορία, που προκάλεσε το θάνατο περίπου 25–50 εκατομμυρίων ανθρώπων κατά τη διάρκεια δύο αιώνων, που αντιστοιχούσε στο 13–26% του παγκόσμιου πληθυσμού την εποχή εκείνη.6

Το αποτέλεσμα ήταν πολλές μικρές πόλεις της Αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων και το Αιγίνιο, να παρακμάσουν, να μαραζώσουν και εν μέρει να εγκαταλειφθούν από τους κατοίκους τους και ο πληθυσμός, ιδίως της υπαίθρου, να μειωθεί.7

alt_text

Τον 9ο αιώνα μ.Χ. παρατηρείται μια «αναγέννηση των πόλεων»,8 είτε με την ίδρυση νέων είτε με την συνέχιση της ζωής παρηκμασμένων πόλεων. Μια από αυτές τις πόλεις είναι και οι Σταγοί, στη θέση του αρχαίου Αιγινίου.

Πράγματι, στις αρχές του 10ου αιώνα μ.Χ. (901–907) έχουμε την πρώτη μνεία της επισκοπής Σταγών αλλά και της λέξης Σταγοί από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Λέοντα Ϛʹ τον Σοφό. Ανάμεσα στις μητροπόλεις που είναι υποκείμενες στην μητρόπολη «Λαρίσης, Δευτέρας Θεσσαλίας καὶ πάσης Ἑλλάδος»9 είναι κι αυτή των Σταγῶν.10 Από τότε σταθερά αναγράφεται η Επισκοπή Σταγών σε όλες τις τάξεις πρωτοκαθεδρίας των μητροπόλεων (Notitiae Episcopatuum) του οικουμενικού θρόνου ως υποκείμενη στον μητροπολίτη Λαρίσης, δέκατη στη σειρά στις περισσότερες αναφορές.

alt_text

Η αναφορά της Επισκοπής Σταγών στα έτη 901–907 οπωσδήποτε προϋποθέτει και ναό, στον οποίο βρίσκεται η επισκοπική καθέδρα. Και σίγουρα ο ναός έχει χτιστεί πριν από τις αρχές του 10ου αιώνα, όχι όμως και πολύ πιο πριν, καθώς σε δύο προηγούμενες αναφορές πολλών θεσσαλικών πόλεων τον 6ο αιώνα δεν γίνεται καμία αναφορά στο Αἰγίνιο / Σταγούς,11 σε ναό ή επίσκοπο που ασκούσε εκεί την επισκοπεία του.

Απ’ ό,τι φαίνεται από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα του σημερινού ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου Καλαμπάκας ο αρχικός χριστιανικός ναός, μάλλον του 9ου αιώνα,12 πρέπει να χτίστηκε πάνω στα ερείπια αρχαιοελληνικού ναού, δεν γνωρίζουμε όμως ούτε σε τι κατάσταση βρισκόταν κατά τον 9ο αιώνα ούτε σε ποιον θεό ήταν αφιερωμένος.

Αν κρίνουμε από την συνήθεια οι χριστιανοί άγιοι που τιμώνται σε κάποιον νεότερο ναό να έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά με την αρχαία θεότητα που τιμώνταν στο ίδιο κτίσμα, θα τολμούσαμε να προτείνουμε τη λατρεία μιας αρχαίας γυναικείας θεότητας, ίσως της Ιτωνίας Αθηνάς,13 για τον αρχαίο ναό.14 Εκτός από το ότι είναι γυναικεία θεότητα, και μάλιστα κατεξοχήν θεσσαλική, τιμώνταν κατά τη διάρκεια του (θεσσαλικού) μηνός Ἰτωνίου,15 δηλαδή περί την πανσέληνο του Αυγούστου, κοντά στον Δεκαπενταύγουστο, όπως και η Παναγία!

alt_text

Νόμισμα με τον Βασίλειο Βʹ

Έναν περίπου αιώνα αργότερα, στα 1018, οι Σταγοί αναφέρονται όχι πλέον σε εκκλησιαστικά συγκείμενα, αλλά ως πόλη και μάλιστα με κάστρο, με φρούριο. Την περίοδο εκείνη ο σύμμαχος των Βουλγάρων Ελεμάγος (ή Ἐλίναγος ὁ Φραντζής) είχε καταλάβει το φρούριο των Σταγών και το είχε εντάξει στο Βουλγαρικό κράτος. Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Βασίλειος Βʹ (Βουλγαροκτόνος), στην πορεία του προς την Αθήνα, κατά το τελευταίο έτος του βουλγαρικού πολέμου, το 1018, κατέλαβε τα γειτονικά μεταξύ τους φρούρια των Σερβίων και του Σωσκού με τον στρατηγό του Νικηφόρο Ξιφία, και στη συνέχεια απελευθέρωσε τους Σταγούς και τους ενσωμάτωσε ξανά στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία: «καὶ εἰς τὸ φρούριον Σταγοῦς ἔρχεται, ἔνθα κατέλαβεν ὁ τῶν Βελογράδων ἄρχων μετὰ δουλικοῦ τοῦ σχήματος Ἐλεμάγος, μετὰ τῶν συναρχόντων αὐτοῦ.»16

Τον Απρίλιο του 1163 εκδόθηκε ένα διεξοδικότατο πρακτικό («διάγνωσις») αναγραφής των —πολύ ευρύτερων, σε σχέση με σήμερα— ορίων, των κτημάτων και δικαιωμάτων γενικότερα της επισκοπής Σταγών, κατ’ απαίτηση του τότε επισκόπου της και κατ’ εντολή του αυτοκράτορα Μανουήλ Αʹ Κομνηνού (1143–1180).17 Σ’ αυτό, όπως και σε παλαιότερα χρυσόβουλα των βυζαντινών αυτοκρατόρων Νικηφόρου Γʹ Βοτανειάτη (1078–1081), Αλεξίου Αʹ Κομνηνού (1081–1118) και Μανουήλ Αʹ Κομνηνού (μετά το 1148), που χάθηκαν, αναφερόταν το «κάστρον Σταγῶν», τα ονόματα πολλών κατοίκων της ευρύτερης περιοχής καθώς και μια σειρά τοπωνυμίων που ανήκαν στην Επισκοπή Σταγών.

Στις αρχές του 14ου αιώνα οι Σταγοί, όπως και άλλα μέρη της βορειοδυτικής Θεσσαλίας, πέρασαν στην εξουσία του σεβαστοκράτορα Στέφανου Γαβριηλόπουλου.18 Στα 1334 όμως αποκτήθηκαν για μικρό χρονικό διάστημα από τον Δεσπότη της Ηπείρου Ιωάννη Βʹ Ορσίνι, ο οποίος εγκατέστησε σ’ αυτά φρουρές και επέστρεψε στην Ήπειρο.19

alt_text

Λίγο αργότερα ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γʹ Παλαιολόγος, που έφτασε με το στρατό του, ανακατέλαβε τους Σταγούς και τα άλλα φρούρια, έδιωξε τους στρατιώτες του Δεσποτάτου της Ηπείρου και έμεινε για κάποιο διάστημα στη Θεσσαλία. Τον επισκέφθηκαν τότε ο επίσκοπος και οι άρχοντες των Σταγών τον Μάρτιο του 1336 και του ζήτησαν να εκδώσει χρυσόβουλο, με το οποίο να ανανεώνει την ισχύ και το κύρος των παλαιοτέρων χρυσόβουλων, των σχετικών με τα προνόμια και τα δίκαια της επισκοπής Σταγών, πράγμα που έκανε. Το χρυσόβουλο μάλιστα αυτό αντιγράφηκε στον βορινό τοίχο του εσωνάρθηκα του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Καλαμπάκα.20

alt_text

Η Σερβική Αυτοκρατορία περί το 1350

Στα 1341, αμέσως μετά από το θάνατο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γʹ Παλαιολόγου, ξέσπασε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία εμφύλια διαμάχη21 (Δεύτερος Παλαιολόγειος Εμφύλιος Πόλεμος), αποτέλεσμα της οποίας ήταν ο Σέρβος βασιλιάς Στέφανος Δουσάν (Стефан Урош IV Душан) να καταλάβει πολλά εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και να στεφθεί στις 16 Απριλίου του 1346 «βασιλεὺς καὶ αὐτοκράτωρ Σερβίας καὶ Ῥωμανίας».22

Ο Γρηγόριος Πρελούμπος (Григорије Прељуб) Σέρβος αξιωματούχος (војвода: βοϊβόδας) στην υπηρεσία του Στέφανου Δουσάν στα 1348 εισέβαλε στη Θεσσαλία και, εκμεταλλευόμενος την ερήμωση που είχε προκαλέσει φοβερή επιδημία πανώλης, την κατέλαβε, διώχνοντας και τους Αλμογάβαρους (Καταλανούς)23 της Καταλανικής εταιρείας του Δουκάτου των Νέων Πατρών τον Νοέμβριο του ίδιου έτους.

Ο Δουσάν διόρισε τον ετεροθαλή αδερφό του Συμεών Ούρεση Παλαιολόγο (Симеон Урош Синиша Немањић) δεσπότη Ηπείρου και Θεσσαλίας, ενώ στον Πρελούμπο έδωσε το αξίωμα του Καίσαρα (Цезар) της Θεσσαλίας, με έδρα τα Τρίκαλα.24

Ο τελευταίος Σέρβος ηγεμόνας Ιωάννης Ούρεσης Παλαιολόγος, γιος του Συμεώνος, απαρνείται την κοσμική εξουσία και τύρβη και γίνεται μοναχός με το όνομα Ιωάσαφ. «Παραδίδει τότε την εξουσία στον καίσαρα Αλέξιο Άγγελο Φιλανθρωπηνό. Έτσι ο Ιωάννης Ούρεσης, ο τελευταίος γόνος της ένδοξης σλαβικής δυναστείας, των Νεμανιδών (Немањићи), καταφεύγει, μετά το Νοέμβριο του 1372 και πριν από τον Ιούνιο του 1373, στα Μετέωρα, στη μονή Μεταμορφώσεως, όπου κείρεται μοναχός και μετονομάζεται Ιωάσαφ,25 σε ηλικία 22 περίπου χρονών.»26

Τα επόμενα έτη άρχισε η κατάληψη της Καλαμπάκας (1393) και της Θεσσαλίας από τους Τούρκους.

alt_text

Βιβλιογραφία

    1. Darrouzès 1981: Jean Darrouzès, Notitiae episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae: texte critique, introduction et notes. La Géographie ecclésiastique de l’Empire byzantin 3, Institut français d'études byzantines, Παρίσι 1981, σελ. 521.
    2. Nicol 1975 (Meteora): Nicol Donald MacGillivray, Meteora: the rock monasteries of Thessaly, Λονδίνο ²1975 (¹1963), σελ. 210.
    3. Rosen 2007 (Flea): William Rosen, Justinian's Flea: Plague, Empire, and the Birth of Europe, εκδ. Jonathan Cape, 2007, ISBN 9780224073691, σελ. 384.
    4. Αλεξίου–Καμενάκης 2015: Φώτης Αλεξίου, Γρηγόρης Καμενάκης, Ο θρησκευτικός τουρισμός ως μοχλός τοπικής ανάπτυξης. Μελέτη περίπτωσης: Μετέωρα–Καλαμπάκα, Τ.Ε.Ι. Κρήτης, Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας (Σ.Δ.Ο), Τμήμα Εμπορίας και Διαφήμισης (Ιεράπετρα), 2015, σελ. 104.
    5. Αναγνωστόπουλος–Ανδρούδης 2017: Αλέξανδρος Αναγνωστόπουλος, Πασχάλης Ανδρούδης, Η βυζαντινή καθέδρα των Σταγών, εκδ. Ιερά Μητρόπολις Σταγών και Μετεώρων – Μέλισσα, Θεσσαλονίκη 2017, ISBN 978–960–99259–1–4, σελ. 423.
    6. Βλιώρας 2016 (επιγραφή): Σπυρίδων Βλιώρας, «Αναθηματική επιγραφή των Αιγινιέων σε δύο Ρωμαίους Αυτοκράτορες», Τα Μετέωρα, 1137 (06.05.2016) 24–25. (www.academia.edu/24977436, σελ. 7)
    7. Βλιώρας 2016 (Τοπωνύμια): Σπυρίδων Βλιώρας, «Τοπωνύμια της (ευρύτερης περιοχής) Καλαμπάκας με σλαβική ή τουρκική ετυμολογική προέλευση», Τα Μετέωρα, 1128 (04.03.2016) 23, 1129 (11.03.2016) 23, 1130 (18.03.2016) 25. (www.academia.edu/24217447, σελ. 18)
    8. Βλιώρας 2021 (ετυμολογικά): Σπυρίδων Βλιώρας, «Ετυμολογικές τοπωνυμικές περιπλανήσεις», Τα Μετέωρα, 1385 (05.02.2021) 18–19, 1387 (19.02.2021) 23. (https://www.academia.edu/45027724, σελ. 34)
    9. Βογιατζίδης–Συθιακάκη 2011: Σωτήριος Βογιατζίδης, Βασιλική Συθιακάκη–Κριτσιμάλλη, Redating the Basilica of Dormition, Kalambaka, Thessaly, Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik, 61 (2011) 195–228.
    10. Γούλα 2021 (Ιτωνία): Ελένη Γ. Γούλα, «Η Ιτωνία Αθηνά και η ανθρώπινη συνείδηση. Η περίπτωση της βοιωτικής λατρείας στην Κορώνεια», Θέματα Αρχαιολογίας, 5.1 (Ιανουάριος–Απρίλιος 2021) 76–101.
    11. Γουλούλης 2012 (μετακένωση): Γουλούλης Σταύρος, «Από το Άγιον Όρος στα Μετέωρα: μετακένωση του Ησυχασμού και Βυζαντινή πολιτική συγκυρία (14ος αι.): η προσφορά του Αθανασίου του Μετεωρίτη», στο Ιστορική γεωγραφία της Ελλάδος και της Ανατολικής Μεσογείου, εκδ. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 151–170.
    12. Δρακούλης 2008: Δρακούλης Δημήτριος, Η περιφερειακή οργάνωση κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο (4ος–6ος αιώνας), Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Θεσσαλονίκη 2008, τ. Αʹ, σελ. 499, τ. Βʹ, σελ. 686.
    13. Ιντζεσίλογλου 2006 (Ιτωνία): Χαράλαμπος Ιντζεσίλογλου, «Η Ιτωνία Αθηνά και το Θεσσαλικό Ομοσπονδιακό Ιερό της στη Φίλια Καρδίτσας», στα Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης 1ου Αρχαιολογικού Έργου Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας. Βόλος, 27.2–2.3 2003, Βό­λος 2006, σελ. 221–237.
    14. Ιστορία θ 1980: Ιστορία του ελληνικού έθνους. Βυζαντινός Ελληνισμός. Μεσοβυζαντινοί και υστεροβυζαντινοί χρόνοι, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1980, ISBN 960-213-095-4, σελ. 496.
    15. Κραβαρίτου 2011 (ημερολόγια): Κραβαρίτου Σοφία, «Ημερολόγια της αρχαίας Θεσσαλίας», Θεσσαλικά Μελετήματα, 1 (2011) 113–128.
    16. Κυριαζής 1997 (Καταλανοί): Κώστας Κυριαζής, Ροζέ ντε Φλορ. Καταλανοί, Αραγωνέζοι και Αλμογάβαροι στη δούλεψη των Παλαιολόγων, εκδ. Εστία, Αθήνα ²1997 (¹1986), ISBN 978-960-05-0743-0, σελ. 370.
    17. Λουγγής 1996 (πόλη): Τηλέμαχος Λουγγής, «Η εξέλιξη της βυζαντινής πόλης από τον τέταρτο στο δωδέκατο αιώνα», Βυζαντιακά, 16 (1996) 33–67.
    18. Μονκάδα 2000 (Καταλανοί): Φρανθίσκο ντε Μονκάδα, Εκστρατεία των Καταλανών και Αραγωνέζων κατά Τούρκων και Ελλήνων, μτφρ. Ιουλία Ιατρίδη, εκδ. Εστία, Αθήνα 2000, ISBN 978-960-05-0926-7, σελ. 290.
    19. Μουτσόπουλος 1997 (πόλη): Μουτσόπουλος Νίκος, «Πρώιμη Βυζαντινή και Μεσοβυζαντινή πόλη», Αρχαιολογία και τέχνες, 64 (1997), 29-58.
    20. Σοφιανός 1996 (Σέρβοι ηγεμόνες): Δημήτριος Σοφιανός, «Οι Σέρβοι ηγεμόνες των Τρικάλων και οι μονές της περιοχής (14ος αιώνος)», στον τόμο Βυζάντιο και Σερβία κατά τον ΙΔʹ αιώνα, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Αθήνα 1996, σελ. 180–194.
    21. Σοφιανός 2012 (Οδοιπορικό): Δημήτριος Σοφιανός, Μετέωρα–Οδοιπορικό, εκδ. Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως (Μεγάλου Μετεώρου), Άγια Μετέωρα, (¹1990) ²2012, σελ. 193.
    22. Συνέκδημος 1866: Ἱεροκλῆς, Συνέκδημος (Hieroclis Synecdemus et notitiae Graecae episcopatuum: Accedunt Nili Doxapatrii notitia patriarchatuum et locorum nomina immutata), Βερολίνο 1866, σελ. 385.

    Υποσημειώσεις

    1. Βλιώρας 2016 (επιγραφή)

    2. Δρακούλης 2008α, 41. 

    3. Βλιώρας 2016 (Τοπωνύμια), 11 κ.ε. 

    4. Βλιώρας 2016 (Τοπωνύμια), 2 κ.ε., Βλιώρας 2021 (ετυμολογικά), 6 κ.ε. 

    5. https://commons.wikimedia.org

    6. Rosen 2007 (Flea), 3 κ.ε. 

    7. Λουγγής 1996 (πόλη), 36, 41. 

    8. Μουτσόπουλος 1997 (πόλη), 45. 

    9. Darrouzès 1981, 284. 

    10. Συνέκδημος 1866, 121

    11. Αβραμέα 1974 (Θεσσαλία), Πίνακας Αʹ. 

    12. Βογιατζίδης–Συθιακάκη 2011 (Dormition), 221. 

    13. Γούλα 2021 (Ιτωνία), Ιντζεσίλογλου 2006 (Ιτωνία)

    14. Η προσπάθεια απόδοσης στον θεό Απόλλωνα βασίζεται σε λανθασμένα δεδομένα (αυτό που θεωρείται κεφαλή Απόλλωνα είναι απλώς γλυπτό από αετωματικό κάλυμμα σαρκοφάγου και ίσως σχετίζεται με τον νεκρό που υπήρχε στη σαρκοφάγο· βλ. Αναγνωστόπουλος–Ανδρούδης 2017, 234). 

    15. Κραβαρίτου 2011 (ημερολόγια), 122–123. 

    16. Γεώργιος Κεδρηνός, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 2.474.6–2.475.13, Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ἱστοριῶν, 8.43.1–40, Αβραμέα 1974 (Θεσσαλία), 159. 

    17. Σοφιανός 2004 (Επισκοπή), 26–28, 79–92. 

    18. Ιωάννης Ϛʹ Καντακουζηνός, Ἱστορία, 1, 473, 10 – 1, 474, 19, Σοφιανός 1996 (ορκωμοτικόν), 29–30. 

    19. «Σταγοὺς δὲ καὶ Τρίκαλα καὶ Φανάριον καὶ Δαμάσιν καὶ Ἐλασῶνα, ἃ ὑπὸ Γαβριηλόπουλον ἐτέλουν, καὶ ἕτερα φρούριά τινα ὁ τῆς Ἀκαρνανίας ἄρχων ὁ δεσπότης Ἰωάννης ὁ δοὺξ φθάσας παρεστήσατο ὁμολογίᾳ. Καὶ κατασχὼν φρουραῖς, ἐπανῆλθεν εἰς Ἀκαρνανίαν. Βασιλεὺς δὲ ἐπεὶ ἐπύθετο τὰ κατὰ Θετταλίαν, ἔγνω δεῖν ἐκεῖ παραγενέσθαι. Καὶ ὀλίγῳ ὕστερον ἐλθὼν, εἷλε πάντα ὅσα ὑπεποιήσατο ὁ δούξ. Καὶ τοὺς φρουροὺς ἐκβαλὼν, ἠδίκησεν οὐδέν.». Ιωάννης Ϛʹ Καντακουζηνός, Ἱστορία, 1, 474, 1–9. 

    20. Σοφιανός 2004 (Επισκοπή), 28–33, 93–100. 

    21. Ιστορία θ 1980, 150. 

    22. Σοφιανός 1996 (Σέρβοι ηγεμόνες), 181–182. 

    23. Κυριαζής 1997 (Καταλανοί) & Μονκάδα 2000 (Καταλανοί)

    24. Σοφιανός 1996 (Σέρβοι ηγεμόνες), 182. 

    25. «Πιθανόν ήταν τυφλός (από τον αντίπαλο ηγεμόνα της Καστοριάς Ραδοσλάβο Χλάπενο / Радослав Хлапен), όταν παραιτήθηκε για να γίνει μοναχός και να έλθει στο Μετέωρο (μετά το 1372/73).» Γουλούλης 2012 (μετακένωση), 160, Nicol 1975 (Meteora), 64. 

    26. Σοφιανός 2012 (Οδοιπορικό), 35.