Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Με το μπουζούκι και τη Γεωγραφία κάτω από τη μουριά...

Πάνος Γεραμάνης, εφ. Τα Νέα, 10/10/1998

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Η ΚΟΝΤΡΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΤΟΥ, Η ΒΙΟΠΑΛΗ ΣΤΑ ΤΡΙΚΑΛΑ ΚΑΙ Η ΟΡΦΑΝΙΑ «ΓΕΝΝΗΣΑΝ» ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΒΑΡΔΟΥ

Λόγια, τραγούδια, αναμνήσεις και νέα στοιχεία για τον Βασίλη Τσιτσάνη

«Τον στενοχώρησαν πολύ τον Βασίλη μου»

Ο «Τσολιάς» και το «Γαρύφαλλο»

Όσο περνούν τα χρόνια και το έργο του Βασίλη Τσιτσάνη περνά στις νεώτερες γενιές, στη σημερινή νεολαία, τόσο μεγαλώνουν οι ανάγκες για ευρύτερη έρευνα με περισσότερα στοιχεία για τη ζωή και το έργο του μεγάλου λαϊκού βάρδου.

Στο νέο βιβλίο του Σώτου Αλεξίου «Βασίλης Τσιτσάνης - Η παιδική ηλικία ενός ξεχωριστού δημιουργού» που θα κυκλοφορήσει την ερχόμενη εβδομάδα, περιέχει άγνωστες λεπτομέρειες για τη ζωή του Τσιτσάνη.

«ΤΑ ΝΕΑ» δημοσιεύουν σήμερα κατ' αποκλειστικότητα αποσπάσματα από το βιβλίο, των Εκδόσεων Καστανιώτη.

Βασίλης Τσιτσάνης: Ο δάσκαλός του και οι συμμαθητές του δεν του συγχώρησαν ποτέ ότι άφησε το βιολί και έπιασε το μπουζούκι

Τον Βασίλη Τσιτσάνη τον γνώρισα το καλοκαίρι του 1969 στα «Ξημερώματα», τέρμα Πατησίων, στο μαγαζί του κουμπάρου του και μεγάλου λαϊκού στιχουργού Χρήστου Κολοκοτρώνη. Από το 1977 έως και την ημέρα του θανάτου του η επαφή μας ήταν καθημερινή. Πριν πάει στο «Χάραμα» περνούσε από το σπίτι μου στο Παγκράτι και πηγαίναμε μαζί στη δουλειά του. Από εκεί, όταν τέλειωνε γύρω στις τρεις το πρωί, πηγαίναμε στην Ομόνοια για τις εφημερίδες.

Ενώ μέσα στο «Χάραμα», και γενικά στον χώρο της δουλειάς του, δεχόταν με ευχαρίστηση τα αισθήματα αγάπης και θαυμασμού του κόσμου, εκτός δουλειάς τέτοιου είδους εκδηλώσεις τον έφερναν σε αμηχανία. Έτσι εγώ ήμουν που έβγαινα από το αμάξι και έπαιρνα, όπως πάντα, όλες τις εφημερίδες.

Θυμάμαι πως, όταν επιστρέφαμε στην Αθήνα από τη συναυλία των Τρικάλων, σταματήσαμε στην πλατεία της Λαμίας και καθίσαμε σ' ένα ζαχαροπλαστείο. Γυρίζει ο Βασίλης και μου λέει: «Αυτό παλιά ήταν καφενείο. Δίπλα ήταν ένα φωτογραφείο. Εκεί βγάλαμε μια φωτογραφία με τον Περδικόπουλο».

Ο Βασίλης παράγγειλε ένα γιαουρτάκι· όταν τον αναγνώρισε ο μαγαζάτορας: «Εσύ δεν είσαι ο Τσιτσάνης;» του λέει. Ο Τσιτσάνης απαντά «ναι», τόσο συνεσταλμένα και ντροπαλά, που βλέπω το μαγαζάτορα να αισθάνεται άβολα, να γυρνά στον πάγκο του και να μην ξεκολλάει τα μάτια από πάνω του. Σε λίγο τον αναγνωρίζουν και οι υπόλοιποι θαμώνες και κοιτάζουν όλοι προς το μέρος μας με τα απαραίτητα ψου ψου. Ο Βασίλης, αμήχανος, χαμογελά ντροπαλά και τους χαιρετά, σηκώνοντας το χέρι του μ' εκείνη τη χαρακτηριστική κίνηση. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που απέφευγε τις δημόσιες εμφανίσεις. Αφού παίρναμε λοιπόν όλες τις εφημερίδες, γυρίζαμε σπίτι μου και από εκεί συνέχιζε για τη Γλυφάδα. Πολλές φορές στο δρομολόγιο αυτό ήταν μαζί μας και το «Ούφο». Οι κοντινοί του Βασίλη ξέρουνε ποια ήταν το «Ούφο» και γιατί την ονόμασε έτσι. Μέχρι και τις τελευταίες μέρες της ζωής του, ο Τσιτσάνης υπήρξε μεγάλος καρδιοκατακτητής. Έτσι, σ' αυτές τις νυχτερινές διαδρομές, μέσα στην άσπρη «Μερσεντές» κάναμε ατελείωτες συζητήσεις ­ όταν δεν υπήρχε το «Ούφο» να μας αναστατώνει με τις παράλογες ζήλιες της. Μιλάγαμε για τα παλιά, για τα καινούργια, για το γιο του τον Κώστα, για τις δισκογραφικές εταιρείες, για τα ινδικά τραγούδια της δεκαετίας του '60, για το μεράκι που δεν υπήρχε, για τα τραγούδια που έλεγαν πως δεν είναι δικά του.

­ Να τους χαρίσω όσα τραγούδια θέλουν, έχω τόσα πολλά γράψει. Κανείς δεν μπορεί να μειώσει το έργο μου. Δεν είμαι μουσικός δέκα, είκοσι, σαράντα τραγουδιών. Κανείς όμως δεν μπορεί να μου πάρει τραγούδι με το έτσι θέλω.

­ Γράψε πιο συχνά, γιατί δε γράφεις;

­ Γιατί; Για ποιον; Δεν υπάρχει ενδιαφέρον. Ας πάρουν οι νέοι τα τραγούδια μου και να τα αναπτύξουν και ας κάνουν όχι ένα, αλλά πολλά συμφωνικά έργα.

Τότε ήταν αλλιώς τα πράγματα. Εγώ έγραφα και δεν έδινα σημασία τι λέγαν και τι κουτσομπόλευαν οι άλλοι. Εγώ έγραφα και όλοι περίμεναν τι θέμα θα βγάλει ο Τσιτσάνης, για ν' ασχοληθούν και αυτοί μετά...

Δεν υπάρχει συναγωνισμός τώρα. Σώτο μου, δεν υπάρχει κίνητρο, άλλαξε η εποχή, αλλάξαν οι άνθρωποι, άσ' τα...

Εγώ ρωτούσα για να μάθω, όχι για να γράψω. Πού να φανταστώ ότι τώρα θα έστυβα τόσο το μυαλό μου, να το αναγκάσω να γυρίσει πίσω και να θυμηθεί. Και τι περίεργο πράγμα που είναι το μυαλό. Εκεί που νομίζεις πως όλα αυτά έχουν χαθεί, να, παρουσιάζονται πάλι μπροστά σου ολοζώντανα και ξανακάνεις αυτές τις διαδρομές: Παγκράτι-«Χάραμα»-Ομόνοια.

Συγκλονιστικό και συνάμα οδυνηρό να συνομιλείς ξανά με κάποιον αγαπημένο φίλο που ξέρεις πως δεν υπάρχει πια, και πως μετά από αυτή την τελευταία διαδρομή πρέπει να ξαναπροσγειωθείς στην πραγματικότητα της παντοτινής απουσίας.

Για πόσα πράγματα δεν μιλήσαμε μέσα σ' εκείνη την άσπρη «Μερσεντές», με το χρυσό κομπολογάκι του κρεμασμένο στο διακόπτη του ραδιοφώνου. Και τι ήταν πάλι τούτο με το ραδιόφωνο που μόλις του είχανε χαρίσει; Να μου εξηγεί ξανά και ξανά πώς λειτουργεί και ποιες είναι οι δυνατότητές του: Κοίτα δω, κοίτα. Πατάς αυτό το κουμπί και βρίσκει μόνο του σταθμό. Άλλο πράμα!

Η Καισαριανή και το «Χάραμα» ήταν μια σημαντική περιοχή για τον Βασίλη Τσιτσάνη. Δημιούργησε και έζησε ευτυχισμένα τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Εκεί, στο σπίτι του Β. Χριστιανού, φίλου και ερευνητή του έργου του, ηχογραφήθηκε ζωντανά για την Unesco ο διπλός δίσκος, το «Χάραμα». Το κείμενο έγραψε ο Χριστιανός και σε μια από τις φωτογραφίες που περιλαμβάνονται στο δίσκο είναι και το «Ούφο».

Αχ! και να 'χα τότε ένα μαγνητοφωνάκι, να πάταγα εκείνο το μαγικό κόκκινο κουμπάκι και ν' άρχιζε να γράφει, να γράφει... Και τι δε θα 'γραφε! Και πόσο ζεστός και ανθρώπινος θα ακουγόταν. Ίσως, όμως, να μη μίλαγε πόσο πολύ, γιατί ο Βασίλης δεν ξανοιγόταν, ειδικά σε όσους γράφανε...

Απ' το βιολί στο μπουζούκι

Βίτω, η μάνα του Τσιτσάνη που τον λάτρευε

Το 1922-1923, ο πατέρας του Βασίλη έδωσε τη μαντόλα του σε κάποιον οργανοποιό, τον Καρύδα από τα Πετράλωνα, και της άλλαξε το χέρι, το έκανε πιο μακρύ, έμοιαζε με το όργανο που παίζανε οι φαντάροι, την έκανε μπουζούκι.

Με φωνάζει μια μέρα ο πατέρας μου και μου λέει: «Έλα δω παιδί μου, Βασίλη, είναι ωραίο πράγμα η μουσική, σε ελευθερώνει, σε κρατάει ζωντανό. Όμως βλέπεις τι γίνεται εδώ. Όποιος έχει στα χέρια του αυτό το όργανο, τον περιφρονούν. Δε θέλω, παιδί μου, να έχεις πάρε δώσε με το όργανο αυτό. Θα πληγωθείς!». Τον αγαπούσα και τον σεβόμουν τον πατέρα και έκανα ό,τι μου έλεγε. Κοιτούσα το σχολείο μου και το βιολί. Όμως σαν παιδί κι εγώ είχα τα δικά μου.

Μαζί με κάτι φίλους και με τον αδελφό μου τον Χρήστο πηγαίναμε συχνά στους μπαξέδες και, από μακριά, κρυμμένοι πίσω από κάτι «ζίγρες» ­ θάμνους ­ βλέπαμε και ακούγαμε τα περίεργα τραγούδια των φαντάρων, αλλά και την περίεργη για τα παιδικά μας μάτια συμπεριφορά τους. Στο σπίτι μας τώρα, ο πατέρας, που ήταν ψηλός, ωραίος, μ' ένα μουστάκι τσιγκελάτο, από την ώρα που άλλαξε τη μαντόλα σε μπουζούκι άλλαξε και τα τραγούδια που έπαιζε. Από δημοτικά του τραπεζιού, κλέφτικα και ηπειρώτικα, έπαιζε σαν αυτά που έπαιζαν οι φαντάροι, αλλά και άλλα κανταδόρικα. Χασικλίδικα και μικρασιάτικα δεν έπαιζε. Τον πατέρα μου τον καμάρωνα, έπαιζε και τραγουδούσε ωραία, γλεντούσαμε και περνούσαμε ωραία στο σπίτι μας. Ήταν όμως και καλός τεχνίτης, έφτιαχνε τα πιο ωραία τσαρούχια στην Ελλάδα.

Η ζωή περνούσε γρήγορα, ανέμελα, πρώτα σχολείο, μετά ωδείο, και ύστερα τσάρκα στους μπαξέδες, για ν' ακούσει τους φαντάρους. Στο παιχνίδι δε συμμετείχε, μόνο καμιά φορά ακολουθούσε τον Χρήστο, όταν πήγαινε για ψάρεμα στο ποτάμι. Ο Βασίλης ούτε που έβαζε το πόδι του στο νερό, καθότανε στην όχθη, έτσι αδυνατούλης όπως ήταν, και παρατηρούσε σιωπηλός όλη αυτή τη διαδικασία.

Ήταν η εποχή της παιδικής αθωότητας και η αρχή της χάραξης ενός δρόμου που πέρασε μέσα από την ταπείνωση, τον πόνο και τη φτώχεια, για να φτάσει στην απόλυτη επιτυχία μιας απίστευτης εποποιίας.

Με τον φίλο του γραμμοφωνιτζή Θανάση Κομνηνό το 1939 στα Τρίκαλα

Στο ωδείο προχωρούσε πολύ καλά, ήδη είχανε γίνει και οι πρώτες συναυλίες με μαέστρο τον ίδιο, στον κινηματογράφο «Πανελλήνιον».

Ο δάσκαλός μου με αγαπούσε πολύ, με ετοίμαζε για μεγάλα πράγματα. Οι συμπατριώτες μου και οι συμμαθητές μου καμάρωναν για μένα, για τις επιδόσεις μου στο βιολί. Αργότερα όμως τους πίκρανα με την απόφασή μου να εγκαταλείψω το βιολί και να γίνω «μπουζουξής».

Αυτό δεν του το συγχωρέσανε ποτέ.

Πρώτος έρωτας, πρώτα τραγούδια

Το Σεπτέμβριο του 1929 γράφεται στην τρίτη τάξη του Γυμνασίου. Συγχρόνως αρχίζει να δουλεύει και στην εφημερίδα «Αναγέννησις», σαν νυχτερινός διανομέας.

Όλο πιο πολύ τώρα βυθίζεται μέσα στο πάθος της μουσικής. Οι χορδές του μπουζουκιού γίνονται συνέχεια του χεριού του. Εκεί, κάτω από τη μουριά της αυλής τους, με το μπουζούκι στα χέρια και ξεχνάει και... θυμάται...

Ο χειμώνας τη χρονιά αυτή ήταν βαρύς στα Τρίκαλα και βαρύτερος ακόμα για τις φτωχές οικογένειες. Το χιόνι σκέπασε τα πάντα, κρύο τσουχτερό, και η παγωνιά κράτησε για πάρα πολύ καιρό. Τα ξύλα και τα κάρβουνα ήταν δυσεύρετα και πανάκριβα για τα φτωχόσπιτα. Από τις καμινάδες τους καπνός δεν έβγαινε και σαν έπεφτε το σούρουπο, άνθρωπος δεν κυκλοφορούσε στο δρόμο. Τόσο πολύ ήταν το κρύο. Ο Βασιλάκης με τον Χρήστο μπροστά πήγαιναν στους γύρω λόφους, να βρουν και να φέρουν ξύλα για το τζάκι και το μαγείρεμα. Ο Βασίλης δεν άντεξε. Η κακή διατροφή, το ολοκληρωτικό δόσιμο στο όργανο, το ξενύχτι για τη διανομή της εφημερίδας, εξασθενούν τον ήδη ταλαιπωρημένο οργανισμό του, αρρωσταίνει βαριά. Η διάγνωση: «Ελονοσία μετά διογκώσεως της σπληνός και αναιμία».

Απουσιάζει από το σχολείο, μένει πίσω στα μαθήματα, όμως έστω και δύσκολα καταφέρνει να περάσει την τάξη. Την επόμενη σχολική χρονιά όμως, 1930-1931, τα πράγματα είναι πιο δύσκολα για κείνον. Οι απαιτήσεις του σχολείου είναι περισσότερες. Δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα, με δουλειά, μαθήματα και μπουζούκι. Μένει μετεξεταστέος στα μαθήματα: Γεωγραφία, Μαθηματικά και Νέα Ελληνικά. Αποτέλεσμα, μια δεύτερη απομόνωση. Το σχολικό σύστημα της εποχής, που θεωρεί άξιο περιφρόνησης το μαθητή που δεν περνά την τάξη, πλήγωσε την ευαίσθητη ψυχή του μικρού δημιουργού.

Αυτή η αποτυχία ήταν ένα δυνατό σοκ. Όχι άλλη αποτυχία, ποτέ πια στο περιθώριο. Με την ευφυΐα που διαθέτει, διαβάζει τόσο όσο χρειάζεται και το Σεπτέμβριο περνά τα μαθήματα, προφορικά και γραπτά, και προάγεται στην επόμενη τάξη, στην Πέμπτη. Και πάλι όμως αφιερώνει περισσότερο χρόνο στο μπουζούκι και στη δημιουργία τραγουδιών. Η απόρριψη στο μάθημα της Γεωγραφίας είχε και συνέχεια. Έγραψε το τραγούδι «Σε φίνο ακρογιάλι» με δυσάρεστες γι' αυτόν συνέπειες.

Είχα γράψει το τραγούδι «Σε φίνο ακρογιάλι». Δεν ξέρω πώς, έτσι μου βγήκε, μου φάνηκε ωραίο, εξωτική χώρα άλλωστε η Παραγουάη, αλλά και για να πειράξω λίγο τον καθηγητή της Γεωγραφίας, που ήταν περίεργος και στρυφνός και με είχε κόψει στο μάθημά του, κάνω την Παραγουάη παραθαλάσσια χώρα και γράφω: «Μες στην Παραγουάη, σε φίνο ακρογιάλι».

Το τραγούδι αυτό το τραγουδούσαμε με την τάξη μου στην εκδρομή. Ο καθηγητής μου το άκουσε και πειράχτηκε πολύ, με κάλεσε στο γραφείο και μου λέει: «Ώστε, κύριε Τσιτσάνη, η Παραγουάη έχει φίνο ακρογιάλι; Έλα λοιπόν το Σεπτέμβριο να μας το δείξεις πού είναι». Πέρασα ένα καλοκαίρι κάτω από τη μουριά με το μπουζούκι και τη Γεωγραφία.

Λόγια, τραγούδια, αναμνήσεις και νέες μαρτυρίες για τον Βασίλη Τσιτσάνη. Γεγονότα που σημάδεψαν τη λαμπρή πορεία του στο ελληνικό τραγούδι, ανέκδοτες οικογενειακές φωτογραφίες και άγνωστες στιγμές από τα παιδικά χρόνια του λαϊκού βάρδου, στα Τρίκαλα, περιλαμβάνονται στις 220 σελίδες ενός καινούργιου βιβλίου που κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις «Καστανιώτη». Τίτλος της έκδοσης: «Βασίλης Τσιτσάνης ­ Η παιδική ηλικία ενός ξεχωριστού δημιουργού». Συγγραφέας, ο γλύπτης Σώτος Αλεξίου, από την Καλαμπάκα, προσωπικός φίλος του Τσιτσάνη, την περίοδο 1969-1984.

Εκτός από τις ατέλειωτες συνομιλίες που είχε, επί δεκαπέντε χρόνια (κατά διαστήματα) με τον Τσιτσάνη και τις προσωπικές αφηγήσεις του, ο Σώτος Αλεξίου, για να ολοκληρώσει αυτή τη σημαντική εκδοτική εργασία, στηρίχτηκε σε μαρτυρίες και στοιχεία που πήρε από παιδικούς φίλους και συμμαθητές του μεγάλου δημιουργού στα Τρίκαλα. Επίσης, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί στοιχεία και πληροφορίες από δημοσιεύματα και υλικό της εποχής των παιδικών και νεανικών χρόνων του Τσιτσάνη, όπως από τα αρχεία Δημοτικών Σχολείων, Γυμνασίων και της Επισκοπής Τρικάλων. Στο φωτογραφικό υλικό υπάρχουν εικόνες από την οικογενειακή ζωή του Τσιτσάνη αλλά και από ορισμένους χώρους όπου έζησε και άρχισε να δημιουργεί, στα πρώτα του χρόνια στο τραγούδι, ο συνθέτης.

Το σκεπτικό του συγγραφέα για τη δημοσίευση σ' αυτό το βιβλίο εκατόν δύο τραγουδιών του Τσιτσάνη είναι ότι θέλει να τονίσει τις πολύ δύσκολες συνθήκες κάτω από τις οποίες γράφτηκαν αυτά τα συγκεκριμένα κομμάτια, από το 1937 ως το 1940. Αναφέρει μάλιστα τη σπουδαιότητα που παρουσιάζουν ορισμένες εμπνεύσεις του λαϊκού βάρδου σε ορχηστρικά και τραγούδια: «Τα ωραία του Τσιτσάνη», «Αρχόντισσα», «Τρικαλινό ζεϊμπέκικο», «Σέρβικο» και το «Ατελείωτο». Αυτά αποτελούν μοναδικά δείγματα δεξιοτεχνίας και σύνθεσης. Αποτελούν μέρος του απολογισμού μιας πολύ δημιουργικής τριετίας κάτω από το άγχος της επιβίωσης και το κυνηγητό της δεκάρας.

Στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου, ο συγγραφέας αναφέρει απόσπασμα από μια αφήγηση του Τσιτσάνη για ένα ορχηστρικό του κομμάτι:

«Όταν έπαιξα, για πρώτη φορά, Σώτο μου, το "Ατελείωτο" μπροστά στον μαέστρο Πάνο Τούντα, ο άνθρωπος έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Μόλις τελείωσα μου είπε: "Παιδί μου Βασίλη, ξέρεις τι είν' αυτό που μου έπαιξες; Αυτό είναι ολόκληρο έργο κλασικής μουσικής. Πώς το έφτιαξες, παιδάκι μου;".

Δεν είχα συμπληρώσει τα 23 μου χρόνια ­ αφηγείται ο Βασίλης Τσιτσάνης ­ και τέτοια λόγια από έναν άνθρωπο σαν τον Τούντα ήταν πολύ μεγάλη τιμή. Δεν είπα τίποτα, μόνο ευχαριστώ, μέσα μου, όμως, έτρεμα. Βγήκα έξω από το στούντιο, κάθησα σε μια γωνιά και έκλαψα».

Μέσα από τις περιγραφές γνωρίζουμε για πρώτη φορά λεπτομέρειες για τον Τσιτσάνη στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο, όπως και κάποια γεγονότα τα οποία τον έστρεψαν ν' ασχοληθεί με τη μουσική όταν άρχισε να παίζει μπουζούκι.

Μέσα από τις αφηγήσεις του ίδιου του Τσιτσάνη, τις μαρτυρίες παλιών του συμμαθητών και φίλων και τις επισημάνσεις του συγγραφέα, φαίνεται καθαρά ότι η μεγάλη πορεία του συνθέτη που δρομολογήθηκε από τα Τρίκαλα είναι δεμένη με τα γεγονότα της παιδικής του ηλικίας. Τα πρώτα του τραγούδια συνδέονται με τους πρώτους έρωτές του, η πρώτη του εμφάνιση με μπουζούκι τον ενθάρρυνε, ενώ του έκοψε τα φτερνά ο θάνατος του πατέρα του. Οι περιπέτειες που είχε στο Γυμνάσιο με τους καθηγητές του τον προβλημάτισαν και τον έκαναν πιο δυνατό σαν χαρακτήρα αλλά και περισσότερο προσεκτικό στη συμπεριφορά του. Άλλο ένα στοιχείο που βγαίνει από τα κεφάλαια του βιβλίου για τα παιδικά χρόνια του Τσιτσάνη στα Τρίκαλα, είναι η αγάπη του για το μπουζούκι και τη λαϊκή μουσική, αλλά και το ταλέντο που διέθετε και το φανέρωσε από πολύ μικρός.

Πριν από την εισαγωγή του στη Νομική Σχολή Αθηνών ο Τσιτσάνης, που παραλίγο να διορισθεί υπάλληλος σε τράπεζα, ασχολείται λιγότερο με το τραγούδι, γιατί τα οικονομικά του προβλήματα ήταν μεγάλα. Με τη βοήθεια, όμως, κάποιων φίλων του τα ξεπέρασε. Υπάρχουν ακόμη στο βιβλίο του Σώτου Αλεξίου ορισμένες ευχάριστες περιγραφές, όπως οι σχολικές εκδρομές του Τσιτσάνη με το Γυμνάσιο των Τρικάλων, τα τραγούδια του που έπαιζε και τραγουδούσε αλλά κι ένας μεγάλος πλατωνικός έρωτας που γέμισε ενδιαφέρον τη ζωή του, πριν κατεβεί στην Αθήνα.

Οι αφηγήσεις της συζύγου του Τσιτσάνη, Ζωής, και του Γρηγόρη Μπιθικώτση παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον, αφού αναφέρονται σε δύο σημαντικά ­ για τον λαϊκό βάρδο ­ γεγονότα. Στον θάνατο της μάνας του Βικτώριας το 1956, που τον πληροφορήθηκε στο πάλκο του κέντρου «Λουζιτάνια» στη Συγγρού.

Σ' αυτό τον χώρο ήταν και το δεύτερο γεγονός, δηλαδή, η πρώτη του συνεργασία με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση όταν του έδωσε το τραγούδι «Ο τσολιάς» και έκαναν μεγάλη επιτυχία.

Η σύντροφος του Βασίλη Τσιτσάνη, Ζωή, θυμάται και αφηγείται: Όταν πέθανε η Βίτω, ο Βασίλης ένιωσε τόσο μεγάλη στενοχώρια όσο ποτέ στη ζωή του. Τραγουδούσε το βράδυ στη «Λουζιτάνια», όταν ήρθε η είδηση για το θάνατο της μάνας του. Κανείς δεν ήθελε να του το πει.

Σ' ένα διάλειμμα, λίγο πριν από τα χαράματα, του το λένε. Έκλαψε, έκλαψε πολύ. Ανέβηκε ύστερα στο πάλκο, έπαιξε λίγο για τη μάνα του και μετά έφυγε για τα Τρίκαλα. Από τότε δεν ξαναπήγε σε κηδεία. Ούτε στον αδερφό του τον Νίκο ούτε στον Χρήστο που υπεραγαπούσε. Ούτε στη Μαρίκα πήγε.

Από μικρό παιδί έβλεπε αγαπημένα πρόσωπα να πεθαίνουν. Δεν άντεχε άλλους θανάτους. Τώρα, με το βιβλίο αυτό του Σώτου, ανακαλύπτω τον Βασίλη λίγο πιο μικρό από όσο εγώ τον γνώρισα και ξαναζώ το δράμα του μικρού Βασίλη, έτοιμο να μου τον κατασπαράξουν εκείνοι οι ίδιοι άνθρωποι, που λίγο αργότερα πέταγαν τον πλούτο τους στα πόδια του. «Ο Μεσσίας μου» ­ έτσι τον έλεγε η Βίτω ­ πέρασε μια στερημένη και δυστυχισμένη παιδική ηλικία. Υπόφερε και πόνεσε πολύ. Είδε να αποβάλω το πρώτο μας παιδί, το 1941, όταν κυνηγημένοι από τ' αεροπλάνα των Ιταλών τρέχαμε να βρούμε καταφύγιο στο σπίτι του Λεωνίδα, στην Πουλιάνα των Τρικάλων. Τον στενοχωρέσανε πολύ τον Βασίλη. Ακόμα και τώρα προσπαθούν να τον κατεβάσουν από το θρόνο που τον ανέβασε ο κόσμος. Δεν μπορούν να το χωνέψουν πώς ένα τόσο δα παιδάκι κατάφερε μόνο του το ακατόρθωτο. Γι' αυτό κι εγώ προσπαθούσα πάντα να μην τον στενοχωρώ, να του φτιάξω ένα ζεστό σπιτικό, για να μπορεί να δημιουργεί ελεύθερα. Το βράδυ, πριν φύγει για το νοσοκομείο του Λονδίνου, τον Σώτο φώναξε εδώ. Καθίσανε μέχρι αργά. Τα χαράματα ο Βασίλης έφυγε για το Λονδίνο. Αν ήταν εδώ τώρα, θα ενέκρινε το βιβλίο αυτό, γιατί ξέρω ότι περιέβαλλε τον Σώτο με την αγάπη και την εμπιστοσύνη του.


Με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, στο σπίτι του Τσιτσάνη στην οδό Αχαρνών, το 1959

Ο Τσιτσάνης είναι ο μεγαλύτερος κλώνος της λαϊκής μας μουσικής. Έχω δουλέψει μαζί του, το 1956, στη «Λουζιτάνια». Τότε μου 'δωσε το τραγούδι «Γειά σου τσολιά μου», Μια κούκλα μεσ' στη γειτονιά τσολιά την εφωνάζουν... Μεγάλη επιτυχία, το τραγούδησε όλος ο κόσμος τότε, πρώτη εκτέλεση, δηλαδή, εγώ το είχα πει πρώτος. Ο Τσιτσάνης ήταν μια ξέχωρη πηγή που έβγαζε τραγούδια πολύ διαφορετικά από άλλους. Ήταν αυθεντικός. Και όταν κατά καιρούς λένε πως έπαιρνε τραγούδια από άλλους το θεωρώ πως είναι ψέμα. Ύστερα το μπουζούκι που έπαιζε ο Τσιτσάνης ήταν τόσο διαφορετικό από των άλλων! Μια βραδιά έπαιζα στο Αιγάλεω, στον «Κήπο του Αλλάχ». Δεν είχα γίνει ακόμη φίρμα. Έπαιζα κι εγώ με τον τρόπο μου ωραίο μπουζούκι. Κάποιος βγάζει, μου δίνει ένα κατοστάρικο και μου λέει: «Γεια σου, ρε Τσιτσανάκο!». Αυτό θα μου μείνει αξέχαστο. Ο Τσιτσάνης δεν έπαιζε μπουζούκι σε ξένα τραγούδια. Έπαιζε μόνο στα δικά του. Σπάνια έπαιζε σε άλλους. Αυτό το ήξερα πολύ καλά, γιατί κι εγώ γράφω λαϊκά τραγούδια από το 1947.