Α’. Σχεδιάγραμμα, Β’. Κείμενα, Γ’. Βιβλιογραφία

Θέμα: Διάλογος

Α) Σχεδιάγραμμα

Θέμα: Στις μέρες μας η λέξη διάλογος έχει καταντήσει μια καραμέλα στο στόμα καθενός «διά πάσαν νόσον και πάσαν ασθένειαν»· πολλές φορές όμως η λέξη είναι κενή περιεχομένου. Αφού ορίσετε το περιεχόμενο της έννοιας και δηλώσετε τους τομείς στους οποίους βλέπετε να είναι απαραίτητος, να αναφερθείτε στις προϋποθέσεις του γόνιμου κι εποικοδομητικού διαλόγου και να (ανα)δείξετε τη σημασία του.

Πρόλογος

Κυρίως Θέμα

Ε1. Ορισμός

Ε2. Τομείς

Ε3. Προϋποθέσεις

α) Κοινωνικές

β) Ατομικές

Ε4. Σημασία-Θετικά αποτελέσματα διαλόγου

Επίλογος

Β) Κείμενα

Ο διάλογος και οι διανθρώπινες σχέσεις

Φάνης Καλαϊτζάκης, περ. Προεκτάσεις στην εκπαίδευση, τ. 14, Δεκέμβριος 1993 - Φεβρουάριος 1994, σελ. 21-23

Το πανανθρώπινο αίτημα για δικαιοσύνη πάνω στη γη πολύ απέχει απ’ την πραγματικότητα που, άτομα και λαοί, ζούμε καθημερινά. Ποικίλες και χρονίζουσες διαφορές σε όλα τα επίπεδα ταλανίζουν τον κόσμο μας. Και οι διαφορές αυτές που εξελίσσονται σε διαμάχες συχνά οδηγούν στην αδικία, τη βία και την εξαθλίωση. Τότε θυμόμαστε και επικαλούμαστε το διάλογο, όταν πια γίνεται ολοφάνερο πως η πρώτη και ύψιστη αξία είναι ο άνθρωπος και η μοίρα του.

Πράγματι, αν ο άνθρωπος πρέπει να θεωρείται ως ύψιστη αξία κι αν κύριο χαρακτηριστικό του είναι ο «λόγος», σ’ όλο το βάθος και το πλάτος αυτής της έννοιας, τότε σίγουρα ο διάλογος φαίνεται πως είναι η μόνη δικαιωμένη σχέση μεταξύ ατόμων και συνόλων.

Η ανθρωπότητα πέρασε τόσες και τέτοιες περιπέτειες μέχρι σήμερα, που θα ‘πρεπε όλοι πια να έχουμε πειστεί πως δεν έχουμε άλλο περιθώριο να αγνοούμε το χάρισμα και κατόρθωμα της φύσης μας, το λόγο, δηλαδή το διάλογο. Ο δογματισμός σε εθνικό, οικονομικό, πολιτικό και θρησκευτικό επίπεδο γνωρίζουμε καλά τι «φρούτα» έδωσε είτε με τους ατέλειωτους δυναστικούς και ιμπεριαλιστικούς πολέμους της αρχαιότητας αλλά και της εποχής μας είτε με τους θρησκευτικούς πολέμους του Μεσαίωνα και των Νέων Χρόνων είτε πάλι με την παγιωμένη αδικία στη σημερινή καθεστηκυία τάξη πραγμάτων του πλανήτη μας. Κάτι ανάλογο ισχύει, σε άλλη κλίμακα βέβαια, στις καθημερινές διαπροσωπικές σχέσεις. Δυστυχώς, μόνο όταν βρεθεί κάποιος από τη μεριά του χαμένου και αδικημένου ή ταπεινωμένου, τότε στοχάζεται το διάλογο. Και τον επικαλείται ως μέσο διευθέτησης και δικαιοσύνης αλλά κατόπιν εορτής. Έστω κι έτσι όμως, τι πιθανότητες επιτυχίας έχει αυτός ο διάλογος; Με ποιες προϋποθέσεις και με ποια χαρακτηριστικά; Ιδού το ζητούμενο.

Είναι αλήθεια πως ο διάλογος και ως αυταξία και ως μέσο σημασιοδοτείται διαφορετικά από τον ισχυρό και διαφορετικά από τον αδύνατο, αλλιώς τον βλέπει «ο έχων» και αλλιώς «ο μη έχων», άλλα προσδοκεί ο νικητής και άλλα ο νικημένος. Πρώτη λοιπόν προϋπόθεση για ένα δημιουργικό και αποτελεσματικό διάλογο είναι η ισοτιμία των διαλεγομένων, η από ίσης θέσεως και ισχύος ηθικού βέβαια χαρακτήρα διεξαγωγή του οποιουδήποτε διαλόγου. Όταν μέσα στο οικογενειακό «σαλονάκι» ο αυταρχικός σύζυγος τρομοκρατεί το «έτερον ήμισυ» ή οι γονείς τα παιδιά ή και αντίστροφα, φυσικό είναι να μην μπορεί να σταθεί διάλογος με δημιουργικά αποτελέσματα· από την αυταρχικότητα και τη βία του δυνατού σωματικά, πνευματικά ή οικονομικά μόνο ταλαιπωρία και δυστυχία μπορεί να προκύψει. Το ίδιο συμβαίνει όταν ευρύτερα σύνολα, κοινωνικές ομάδες ή τάξεις, κράτη και ενώσεις κρατών χρησιμοποιούν για τη διευθέτηση των μεταξύ τους διαφορών το διάλογο ως τέχνασμα, ενώ δεν αναγνωρίζουν στο συνομιλητή τους το δικαίωμα της ισοτιμίας. Ισοτιμία μ’ άλλα λόγια στο διάλογο σημαίνει να μπορεί το κάθε μέρος να εκφραστεί ελεύθερα, χωρίς να επαπειλείται από τα πλεονεκτήματα του άλλου.

Φυσικά δεν επαρκεί η ισοτιμία, για να είναι εποικοδομητικός ένας διάλογος. Το ήθος του συγκεκριμένου συνομιλητή, του εκπροσώπου που συνδιαλέγεται, παίζει ρόλο καθοριστικό. Ο ρόλος αυτός αποδεικνύεται θετικός, όταν το ήθος είναι δημοκρατικό και συνδιαλλακτικό αλλά όχι περιδεές και χαμερπές, όταν είναι αποφασιστικό αλλά όχι αλαζονικό και εκφοβιστικό, όταν είναι ενδεικτικό ήρεμης αυτοπεποίθησης αλλά όχι μισαλλόδοξης περιφρόνησης. Αν είναι αλήθεια πως ο διάλογος βοηθάει τον άνθρωπο να βελτιώσει το ήθος του, είναι επίσης αλήθεια ότι από το ήθος του εξαρτάται και ο διάλογος. Πάντως, και έτσι πάλι κάτι μας λείπει. Το αντικείμενο.

Όποιο κι αν είναι το αντικείμενο του διαλόγου, πρέπει σίγουρα να είναι πολύ συγκεκριμένο, πολύ καλά διατυπωμένο, με σαφήνεια οριοθετημένο. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που παρατηρούμε ένα διάλογο να λιμνάζει, να παρεκβαίνει σε ασήμαντες λεπτομέρειες και τελικά να μην οδηγεί πουθενά ή μάλλον να οδηγεί στη σύγχυση και την επίταση της παρανόησης. Τρίτη λοιπόν προϋπόθεση είναι η σαφής εκ των προτέρων οριοθέτηση του αντικειμένου του διαλόγου με κοινής αποδοχής υποθέματα. Πόσο συχνά ένας φιλικός ή οικογενειακός διάλογος δεν καταλήγει στη φράση «δε με κατάλαβες»; Και αυτό, γιατί δεν έγινε οριοθέτηση του αντικειμένου, του συζητουμένου. Ένας γενικός και αόριστος διάλογος οδηγεί σε γενικό και αόριστο συμπέρασμα. Συχνά, που καταντά και γελοίο, οι συνδιαλεγόμενοι μπορεί να νομίσουν ότι συμφωνούν. Μόνο όταν έλθουν στην πράξη, τότε διαπιστώνουν ότι είναι αντίθετοι· άλλα έλεγαν κι άλλα εννοούσαν.

Είναι ευνόητο ότι ένας διάλογος δεν καρποφορεί μόνο με ευνοϊκές προϋποθέσεις. Πρέπει κυρίως να διεξαχθεί. Και η διεξαγωγή να γίνει υπό συνθήκες παραγωγικές, να έχει χαρακτηριστικά που θα οδηγήσουν σε αποτελέσματα.

Η έλλειψη φανατισμού και η διάθεση ακρόασης του συνομιλητή μας, η ειλικρίνεια στην έκθεση των πραγματικών μας απόψεων, η μη απόκρυψη των προθέσεών μας, η σαφήνεια στη διατύπωση των θέσεων και η έγκαιρη γνώση και ενημέρωση επί των πραγματικών δεδομένων μιας κατάστασης αποτελούν τα συστατικά ενός δημιουργικού και παραγωγικού διαλόγου.

Εάν στη φάση της διεξαγωγής του διαλόγου έχουμε ξέσπασμα φανατισμού και δογματικής προσήλωσης στις «αρχές» μας, που θα πει στα συμφέροντά μας και μόνο, κάτι που συχνά συμβαίνει, όταν ιδιαίτερα διαλεγόμαστε πάνω σε θρησκευτικά ή εθνικιστικά ή στενά ταξικά ζητήματα, τότε σίγουρα ο κάθε συνομιλητής θα αποχωρήσει όπως ήλθε, περήφανος που δεν «πρόδωσε» αλλά με τα ίδια άδεια χέρια. Και τότε τη θέση του διαλόγου παίρνει η βίαιη αντιπαράθεση, που οδηγεί στην ατομική και συλλογική δυστυχία.

Παράλληλα, όταν οι συνδιαλεγόμενοι αγνοούν τα πραγματικά δεδομένα και τις παραμέτρους και τις συναρτήσεις των διαφορών τους, όταν έχουν ελλιπή και μη έγκυρη πληροφόρηση, είναι δεδομένο ότι θα καταλήξουν σε παρεξήγηση, υποτίμηση και σύγχυση μάλλον παρά σε αλληλοκατανόηση και προώθηση λύσεων.

Κύριο όμως χαρακτηριστικό ενός υγιούς διαλόγου είναι η διάθεση εύρεσης της αλήθειας. Να μην περιμένουμε να ταυτιστούν οι προσδοκίες μας από το διάλογο στα αποτελέσματα στα οποία καταλήγει ο διάλογος. Όπως έλεγε κι ένας πολύ σπουδαίος διανοητής, ο Παπανούτσος, «στο διάλογο δεν πάμε, για να σώσουμε τις ιδέες μας αλλά την αλήθεια», όποια κι αν αποδειχτεί ότι είναι. Δυστυχώς, πολύ συχνά παρατηρούμε να διακόπτεται ένας διάλογος μέσα στην οικογένεια ή ανάμεσα σε αντιμαχόμενα σύνολα, γιατί αυτός ο διάλογος δε φαίνεται να οδηγεί εκεί που θα ήθελε το κάθε μέρος. Κι είναι γνωστό τι προκύπτει στη συνέχεια.

Η καθημερινή πρακτική αλλά και οι επείγουσες και ολοένα πολυπλοκότερες ανάγκες μεγάλων ανθρώπινων συνόλων, κοινωνικών τάξεων, παρατάξεων, κρατών και συμμαχιών έχουν καταστήσει το διάλογο μοναδικό ίσως εργαλείο σύγκλισης απόψεων, αποφυγής καταστρεπτικών αντιπαραθέσεων, καθώς επίσης μέσο ειρήνευσης και δημιουργικής συντροφικής δραστηριότητας.

Τι θα πρέπει άραγε να γίνει όταν βρίσκονται αντιμέτωπες στρατιωτικές συμμαχίες, εθνικιστικά κινήματα, φανατικές θρησκευτικές ομάδες, αλληλομισούμενες και αμοιβαία περιφρονούμενες κατηγορίες και σύνολα ανθρώπων; Η βία, η απειλή χρήσης βίας, οι κατάρες και οι βρισιές ποτέ δεν έλυσαν μόνιμα, σταθερά και δίκαια κάποιο πρόβλημα. Ας κοιτάξουμε μέσα στο ίδιο το σπίτι μας, στο σχολείο, στο δήμο μας, παντού, για να διαπιστώσουμε ότι μέθοδος άλλη, για να βρούμε άκρη στις διαφωνίες μας, δεν υπάρχει, παρά μόνο αν καθίσουμε στο ίδιο τραπέζι να συζητήσουμε μαζί και να βρούμε το κοινό που μας ενώνει και να διαπραγματευτούμε τα λίγα που μας χωρίζουν.

Όσο συνεχίζουμε να πιστεύουμε στην αυταξία του ανθρώπου, τόσο θα πιστεύουμε και θα ελπίζουμε στις ικανότητές του, στο «λόγο» που τον κυβερνά και στο διάλογο που παράγει. Κι άλλο τόσο θα συνεχίζουμε να επικαλούμαστε αυτό το διάλογο για έναν πιο δίκαιο κόσμο.

Η αξία του διαλόγου

Ε. Π. Παπανούτσος «Το δίκαιο της πυγμής», Θεματικοί κύκλοι, σελ. 41-45

Με όλο που ο διάλογος είναι στον άνθρωπο μια φυσική ανάγκη, της ίδιας ζωτικής σημασίας για το πνεύμα όπως η αναπνοή για το σώμα, υπάρχουν περιπτώσεις όπου η σύνεση επιβάλλει την οριστική διακοπή, το τέλος του. Τότε αισθανόμαστε ότι έχομε φτάσει στο απροχώρητο και πρέπει αμέσως ν' αλλάξομε θέμα ή να αναζητήσομε άλλο συνομιλητή. Γιατί; - Ολοφάνερα γιατί καταλαβαίνομε ότι ο τρόπος να συνεννοηθούμε, να συναντηθούμε με τον αντιλέγοντα δεν υπάρχει, και εάν συνεχίσομε την αντιδικία, ο διάλογος μας θα μετατραπεί σε διένεξη με απρόβλεπτες συνέπειες. Το φαινόμενο αξίζει μεγαλύτερη διερεύνηση.

Το «διαλέγεσθαι» (κατά μιαν ωραία ανακάλυψη κορυφαίων σοφών της ελληνικής αρχαιότητας) είναι αρχή του σύμπαντος, θεμελιωμένη στη σύσταση του κόσμου, και ταυτόχρονα νόμος του πνεύματος που καθρεφτίζει τη δομή του. Στη Φύση τα εναντία: το πλήρες και το κενό, η κίνηση και η ακινησία, το φως και το σκοτάδι κ.ο.κ. αναζητούνται και έλκονται αμοιβαία για να σμίξουν, και πάλι να διαχωριστούν και να συγκρουστούν. Αυτός ο δυναμικός διχασμός που τείνει προς τη συναίρεση και όταν τη φτάσει την εγκαταλείπει για να συνεχιστεί η δημιουργική διαμάχη, είναι και της δομής του πνεύματος εικόνα. Όταν ψηλαφούμε την επιφάνεια ενός ζητήματος ή όταν προσπαθούμε να εισχωρήσομε στο βάθος του, «κουβεντιάζομε» με τον εαυτό μας αναλύοντας ένα-ένα τα ευρήματά μας, και πότε στεκόμαστε σε μιαν ερμηνεία, πότε την αποσύρομε για να την αντικαταστήσομε με μιαν άλλη πιθανότερη, πληρέστερη, ισχυρότερη. Αν μάλιστα η «κουβέντα» μας γίνεται μ' έναν ομότεχνο που έχει τα ίδια με μας διαφέροντα και την ίδια επιμονή να φτάσει στην άκρη του θέματος, ο διάλογος μαζί του είναι ανεκτίμητος· ανοίγει περισσότερο και φωτίζει το δρόμο της έρευνας και επισημαίνοντας τις δυσχέρειες μάς οδηγεί ταχύτερα και ασφαλέστερα στη ζητούμενη λύση, όπου μόνοι μας θα φτάναμε πολύ αργά ή δεν θα φτάναμε ποτέ.

Έτσι μεθοδεύεται στις επιστήμες η προσπέλαση της αλήθειας: με τον πολλαπλασιασμό και την ανάφλεξη των αποριών, με τη διαρκή ανανέωση του προβλήματος. Αν καλοεξετάσομε τα πράγματα, θα βεβαιωθούμε ότι για το εν εγρηγόρσει πνεύμα δεν υπάρχουν λύσεις ανέκκλητες, τελικές, παρά μόνο προσωρινές αναπαύσεις, μικρά διαλείμματα σε μια πορεία που προχωρεί όχι ίσια και ομαλά, αλλά περίπλοκα και ανώμαλα, με «θέσεις» και «αντιθέσεις», «καταφάσεις» και «αρνήσεις», «παραδοχές» και «απορρίψεις» -προς ένα ιδεατό τέρμα, απομακρυσμένο όσο το πλησιάζομε, σαν τις ψευδαισθητικές παραστάσεις των οδοιπόρων της ερήμου. Λογικά μόνο η κίνηση αυτή η αδιάκοπη, από το «έτερον» προς το «αυτό», και πάλι από το «αυτό» προς το «έτερον» είναι παραγωγική. Με τον αντί-λογο ο νους προωθείται προς νέα ευρήματα, ή διασκελίζοντας τα εμπόδια που του αντιστέκονται, ή διευρύνοντας τις έννοιες του για να συμπεριλάβει τα στοιχεία που έχουν μείνει έξω από την περίμετρο των σχηματισμών του. Αλλά και ψυχολογικά τίποτα δεν ενεργεί διεγερτικά και δεν τροφοδοτεί τη σκέψη όσο η διαφωνία. Όταν ο άλλος δεν προβάλλει διαλεκτικά αντίσταση στη γνώμη που διατυπώνομε και εύκολα συμφωνεί μαζί μας, δεν κερδίζομε τίποτα· απεναντίας χάνομε, γιατί και αν ακόμη βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο, βλέπομε μόνο τη γραμμή που έχομε χαράξει και δεν παρατηρούμε ούτε δεξιά ούτε αριστερά, οπότε το θήραμα -η «αλήθεια»- μπορεί να κρύβεται κάπου εκεί και μεις ανύποπτοι το προσπερνούμε. Αντίθετα, η αντίρρηση, όταν βρίσκει το στόχο, είναι (έστω και αν προσποιούμαστε ότι δεν της δίνομε σημασία) κεντρί «διαρκείας», που δεν μας αφήνει να ησυχάσομε στα αποκτημένα, αλλά μας παρακινεί να τα συμπληρώσομε και να τα διευκρινίσομε, ή να τα τροποποιήσομε και να τα στερεώσομε -ακόμη και να τα εγκαταλείψομε, για να απαλλαγεί το πνεύμα μας από τις ιδιοκατασκεύαστες δεσμεύσεις του και έτσι να κινηθεί ελεύθερα προς ευτυχέστερες λύσεις.

Οι ωφέλειες λοιπόν του διαλόγου (του γνήσιου διαλόγου που αναπτύσσεται κοχλιωτά με τον προωθητικό ανταγωνισμό θέσης και αντίθεσης) είναι πολλαπλές και αναμφισβήτητες. Και όμως, είπαμε, υπάρχουν περιπτώσεις όπου είναι άχρηστος και επιζήμιος. Ποιες;

Πρώτα, η δυσάρεστη κατάσταση που δημιουργείται όταν αυτός που αντιλέγει δεν βρίσκεται στο ίδιο πνευματικό επίπεδο με μας και (παρά την προσπάθεια ίσως που κάνει να παρακολουθήσει το λογικό ξετύλιγμα των σκέψεων) δεν κατορθώνει να συλλάβει και να εκτιμήσει σωστά το νόημα των επιχειρημάτων μας, όχι από κακή πρόθεση αλλά από άγνοια ή αγροικία. Εκθέτομε λ.χ. μια θεωρία της Οικονομικής επιστήμης ότι ο «φρόνιμος» πληθωρισμός, που θερμαίνει με πιστώσεις την παραγωγή αλλά δεν χάνει τον έλεγχο των τιμών, είναι ορθή νομισματική πολιτική. Και διατυπώνομε τις θεωρητικές επιφυλάξεις ή τις ανησυχίες μας από την πρακτική εφαρμογή του συστήματος τούτου στον δικό μας οικονομικοπολιτικό χώρο. Αίφνης αντιλέγει ένας συνδαιτημόνας και η συζήτηση αρχίζει σε τόνο ζωηρό. Δίχως όμως και να προχωρεί, επειδή ο άλλος δεν έχει τον απαιτούμενο πνευματικό οπλισμό να την κάνει, με τις αντιρρήσεις του, παραγωγική ή και απλώς διαφωτιστική. Γίνεται τότε φανερό ότι ο διάλογος είναι ανώφελος, και εάν δεν έχομε άλλους λόγους να τον συνεχίσομε (από αβρότητα π.χ. ή από διάθεση σκωπτική -για να «παίξομε» δηλαδή με τον αντίδικο όπως η γάτα με το ποντίκι) το καλύτερο που έχομε να κάνομε είναι να τον σταματήσομε.

Δεύτερη θα αναφέρω την περίπτωση όπου, ύστερ’ από τους πρώτους κιόλας διαξιφισμούς με τον αντιφρονούντα, ανακαλύπτομε ότι, εξαιτίας της διαφορετικής αγωγής και των ασύμπτωτων φραστικών μας έξεων, με τις ίδιες λέξεις ο καθένας μας εννοεί άλλα πράγματα, και έτσι γεννιέται μοιραία, αναπότρεπτα η αμοιβαία παρεξήγηση των λεγομένων μας. Προϋπόθεση του διαλόγου είναι η κοινή γλώσσα· χωρίς αυτήν, το κάθε πρόσωπο μονολογεί -ακούει, αλλά δεν καταλαβαίνει το άλλο. Δεν φτάνει όμως να μιλούμε και οι δύο ελληνικά ή αγγλικά, για να συνεννοηθούμε απάνω σε ένα θέμα που απαιτεί σοβαρήν αντιμετώπιση. Πρέπει, μέσα στη γλώσσα που μιλούμε, να έχομε παραδεχτεί και να μεταχειριζόμαστε σταθερά την ίδια «συμβολική», να δίνομε δηλαδή στις λέξεις-έννοιες το ίδιο περιεχόμενο και να τις συντάσσομε γραμματικά-λογικά σύμφωνα με τους ίδιους απαράβατους νόμους. Διαφορετικά, δεν καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο και ματαιοπονούμε, εάν επιμένομε με τη συζήτηση να ανακαλύψομε πού συμφωνούμε και πού διαφωνούμε. Εάν λ.χ. είμαστε και οι δύο επιστήμονες και πρόκειται, σε ιδιωτικό ή δημόσιο διάλογο, να ξεκαθαρίσομε τις ιδέες μας απάνω σ' ένα επίμαχο θέμα, όπως είναι η έννοια της φυσικής νομοτέλειας έπειτα από τη θεωρία των Κβάντα, πρέπει να έχομε και οι δύο εκπαιδευτεί στην ορολογία και στους φραστικούς κανόνες της σύγχρονης Φυσικής και όταν στη συζήτηση μας μεταχειριζόμαστε τα καθιερωμένα στο «Λεξικό» και στη «Γραμματική» της σύμβολα, να εννοούμε και να εκφράζομε πάντοτε τις ίδιες και οι δύο μας σκέψεις. Εάν κατά την ανάπτυξη των απόψεων μας ανακαλύψομε (και αυτό δεν συμβαίνει τόσο σπάνια όσο νομίζομε) ότι στου καθενός τη «γλώσσα» οι λέξεις: συνεχές και ασυνέχεια, χρόνος και κίνηση, νόμος και στατιστικός λογισμός, απροσδιοριστία και συμπληρωματικότητα κ.ο.κ. ούτε το ίδιο πράγμα σημαίνουν ούτε συντάσσονται κατά τον ίδιο λογικό κώδικα, επομένως τρόπος να συνεννοηθούμε δεν υπάρχει, πρέπει να διακόψομε το γρηγορότερο το διάλογο· διαφορετικά θα πέσομε σε πλήρη σύγχυση.

Θα εκθέσω και μια τρίτη ακόμη περίπτωση (περιορίζομαι στις σπουδαιότερες) που είναι η πιο συνηθισμένη στην καθημερινή ζωή. Σ’ αυτήν ο διάλογος αρρωσταίνει από αλλεπάλληλες παρεμβολές στοιχείων όχι απλώς ξένων, αλλά αυτόχρημα εχθρικών προς την ομαλή λειτουργία της διάνοιας, με αποτέλεσμα να χάσει κάθε ίχνος γονιμότητας, ν' αρχίσει να περιστρέφεται χωρίς διέξοδο γύρω από το ίδιο σημείο, και, όπως η βίδα που άνοιξε πολύ μεγάλη τρύπα δεν πιάνει πια και αχρηστεύεται, ή όπως ο τροχός που στριφογυρίζει στην ίδια θέση δεν προχωρεί αλλά ανάβει και φθείρεται, έτσι κι αυτός αποσυντίθεται σε αυτοεπαναλαμβανόμενους μονολόγους που μετατρέπουν τη συζήτηση σε ανιαρή λογοκοπία και σε διαμάχη λογικής αυτοκαταστροφής... Τα νοσογόνα στοιχεία είναι εδώ οι προλήψεις και τα πάθη που τρέφονται από μίση και συμφέροντα και γεννούν (μαζί με τις άλλες, τις αγιάτρευτες συχνά κοινωνικές πληγές) το πείσμα και τη μισαλλοδοξία, τη μικρόνοια και το φανατισμό.

Πού και πώς δρουν υπονομεύοντας την πνευματική υγεία του ανθρώπου αυτά τα ψυχικά βακτηρίδια, το ξέρομε από τις διενέξεις μας απάνω σε «φλέγοντα» θέματα της πολιτικής, ακόμα και της θρησκευτικής ζωής. Στους χρόνους μας (όπου θριαμβεύει η σοφιστεία και η υποκρισία) αποκαλούμε αυτή την κονταρομαχία (που δυστυχώς δεν είναι μόνο θεαματική) «μάχη των ιδεολογιών». Και πολλοί τη βρίσκουν φυσική και αναπόφευκτη, αφού κοντά στις άλλες υπάρχει και μια «αλήθεια προοπτικής» που διαφέρει από κλίμα σε κλίμα, εποχή σε εποχή, τάξη σε τάξη, σύστημα σε σύστημα, ιδιοσυγκρασία σε ιδιοσυγκρασία κ.ο.κ. Σε τέτοιες περιπτώσεις έχομε λέγουν- ασύμπτωτες οπτικές γωνίες και δεν είναι δυνατόν να γίνει ζύγισμα σωστό, γιατί λείπουν τα κοινά σταθμά, όπως λ.χ. συμβαίνει όταν εμένα μου αρέσει το πορτοκάλι και σε σας αρέσει το μήλο, εγώ προτιμώ ένα σοβαρό μυθιστόρημα από ένα διασκεδαστικό φιλμ, ενώ εσείς βάζετε πιο ψηλά τον κινηματογράφο από τη λογοτεχνία κτλ. Αλλά εδώ δεν μιλούμε για διαφορές γούστου ή έξεων που ανάμεσα σε ανθρώπους καλής ανατροφής λύνονται συνήθως ειρηνικά, με την αμοιβαία αναγνώριση και ανοχή των προσωπικών παραλλαγών, αλλά για μια βαριάν αρρώστια του διαλόγου ως μέσου πρόσφορου και αποτελεσματικού στην πρόοδο της γνώσης, αρρώστια που παρουσιάζει πολύ «θορυβώδη συμπτώματα», καθώς συνηθίζουν να τα ονομάζουν οι γιατροί. Στην περίπτωση αυτή ο λόγος χάνει τον έλεγχο των πράξεων του, μαίνεται, δεν είναι σε θέση να κάνει πολύπλοκους συσχετισμούς και λεπτές διακρίσεις, αποφαίνεται μονοκόμματα και ανεπιφύλακτα: δύο τα χρώματα «άσπρο» και «μαύρο», «το άσπρο από δω, το μαύρο από κει», «το μαύρο από δω, το άσπρο από κει», και πάντοτε η επωδός του τυφλού πάθους: «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας».

Ο αναγνώστης εύκολα θα βρει τα δικά του παραδείγματα. Εγώ θα του θυμίσω πόσο συχνά στους κοινωνικούς μας κύκλους ηλεκτρίζεται η ατμόσφαιρα, όταν από κάποιον απρόσεχτο συνδαιτημόνα έρχεται λ.χ. στη μέση το πολύκροτο γλωσσικό μας ζήτημα και στην σκηνή βρίσκεται κάποιος γνωστός πρωταγωνιστής. Οι παρατάξεις σχηματίζονται αμέσως και το πολεμικό μένος ανάβει. Τέτοιες ώρες η στοιχειώδης φρόνηση υπαγορεύει την άμεση διακοπή του διαλόγου, τη γρήγορη μετάβαση σε άλλα θέματα. Ο έξυπνος άνθρωπος βλέποντας τη διαμάχη από τη δική του σκοπιά, φαντάζομαι ότι θα πει τότε μέσα του το απόφθεγμα ενός πασίγνωστου ξένου θεατρικού συγγραφέα: «Όταν λένε ότι το άσπρο είναι μαύρο και το μαύρο άσπρο, είναι πολύ δύσκολο να βρει κανείς την άκρη» (Ευγένιος Ionesco) -και θα σωπάσει. Τέχνη χρειάζεται για να κάνει κανείς επιδέξια και ευχάριστα ένα διάλογο. Τέχνη επίσης για να τον σταματάει εγκαίρως, όταν γίνεται άγονος και εριστικός. Ο καλός συζητητής κατέχει και τις δύο.

Ερωτήσεις

1. Γιατί νομίζετε ότι ο συγγραφέας θεωρεί το διάλογο ζωτική ανάγκη;

2. Πότε οδηγεί ένας διάλογος σε αντιδικία τους διαλεγόμενους;

3. Να απαντήσετε στα εξής:

α) Με ποιον τρόπο μεθοδεύεται στις επιστήμες η προσπέλαση της αλήθειας;

β) Πότε γίνεται ανεκτίμητος ο διάλογος και γιατί;

γ) Γιατί η κίνηση από το έτερον προς το «αυτό» είναι παραγωγική;

δ) Γιατί, όταν συμφωνεί ο άλλος, δεν υπάρχει κανένα κέρδος για τη σκέψη;

4. Ποιες προϋποθέσεις θεωρεί ο συγγραφέας απαραίτητες για να αναπτυχθεί ένας εποικοδομητικός διάλογος; Πότε γίνεται άγονος και εριστικός;

5. Να γραφεί ένας σύντομος διάλογος, όπου οι διαλεγόμενοι φτάνουν σε αδιέξοδο. Έπειτα να προσδιοριστούν οι λόγοι που οδήγησαν στο αδιέξοδο αυτό. (Αν χρειάζεται, να δοθούν κάποιες διευκρινίσεις για τα πρόσωπα που διαλέγονται).

Η αξία του διαλόγου

Κώστας Τσιρόπουλος, (...)

Ο διάλογος ως κανόνας ζωής γεννήθηκε στον τόπο αυτόν που ζούμε. Και δεν εξυπονοούμε μονάχα το φιλοσοφικό διάλογο, που στα πλατωνικά έργα δοξάστηκε αναζητώντας την ύψιστη αλήθεια. Εννοούμε και τον απλό, καθημερινό διάλογο, αυτόν που προϋποθέτει δύο ακρογωνιαίες, αμετάκλητες για τον πολιτισμό αξίες της ζωής: πρώτο, την ύπαρξη του Άλλου, με τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να συνάψει διάλογο, να συνομιλήσει, και δεύτερο, τη σταθερή παρουσία της ελευθερίας, που δίνει πνευματική αξία στο διάλογο.

Πλαστήκαμε για να μην είμαστε μονάχοι. Για τούτο η καρδιά μας ασταμάτητα διψά για τους άλλους. Χωρίς το διάλογο των υπάρξεών μας η ζωή φαίνεται αδειανή, ερημωμένη, αδικαιολόγητη. Ζούμε και πλησιάζουμε τους άλλους χρησιμοποιώντας αυτό το μέγιστο δώρημα που αποθέωσαν οι αρχαίοι Έλληνες: το διάλογο. Αν δεν είχαμε φωνή, αν δεν ξέραμε να μιλάμε, και μάλιστα την ίδια γλώσσα, αν δε χρησιμοποιούσαμε τις λέξεις με την ίδια έννοια, τότε δε θα μπορούσαμε τελικά να κερδίσουμε τους άλλους και ν’ αναπτύξουμε δεσμούς φιλίας και αγάπης.

Ο άλλος λοιπόν μας είναι απαραίτητος, γιατί ολοκληρώνει τον εαυτό μας, ολοκληρώνει το βίο μας και κάνει να βλαστήσει στον κόσμο μας ο διάλογος. Ο διάλογος δεν είναι μονάχα ανταλλαγή σκέψεων. Είναι κι ανταλλαγή καρδιών. Αυτό είναι το μεγάλο μυστικό της ανθρώπινης ζωής.

Μας χρειάζεται ο άλλος προκειμένου ν’ αναπτυχθεί στη ζωή μας ο διάλογος. Αλλά μας χρειάζεται ελεύθερος, αδέσμευτος, άνθρωπος αυτεξούσιος και ακέραιος, που θά ’ρθει να συναντήσει εμάς, αν είμαστε αληθινά αυτεξούσιοι κι ακέραιοι στην ανθρωπιά μας. Διάλογος ανάμεσα σε σκλάβους δεν είναι δυνατό ν’ αναπτυχθεί, παρά μονάχα για να θρέψει τον καημό της ελευθερίας. Συνεπώς, ο διάλογος ο αληθινός είναι έργο της ελευθερίας, έργο γενναίο και ειλικρινέστατο.

Γ'. Βιβλιογραφία

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο διάλογος και οι διανθρώπινες σχέσεις

Φάνης Καλαϊτζάκης, περιοδικό Προεκτάσεις στην εκπαίδευση, τ. 14

Το πανανθρώπινο αίτημα για δικαιοσύνη πάνω στη γη πολύ απέχει απ’ την πραγματικότητα που, άτομα και λαοί, ζούμε καθημερινά. Ποικίλες και χρονίζουσες διαφορές σε όλα τα επίπεδα ταλανίζουν τον κόσμο μας. Και οι διαφορές αυτές που εξελίσσονται σε διαμάχες συχνά οδηγούν στην αδικία, τη βία και την εξαθλίωση. Τότε θυμόμαστε και επικαλούμαστε το διάλογο, όταν πια γίνεται ολοφάνερο πως η πρώτη και ύψιστη αξία είναι ο άνθρωπος και η μοίρα του.

Πρώτη προϋπόθεση για ένα δημιουργικό και αποτελεσματικό διάλογο είναι η ισοτιμία των διαλεγομένων, η από ίσης θέσεως και ισχύος ηθικού βέβαια χαρακτήρα διεξαγωγή του οποιουδήποτε διαλόγου. Όταν μέσα στο οικογενειακό «σαλονάκι» ο αυταρχικός σύζυγος τρομοκρατεί το «έτερον ήμισυ» ή οι γονείς τα παιδιά ή και αντίστροφα, φυσικό είναι να μην μπορεί να σταθεί διάλογος με δημιουργικά αποτελέσματα· από την αυταρχικότητα και τη βία του δυνατού σωματικά, πνευματικά ή οικονομικά μόνο ταλαιπωρία και δυστυχία μπορεί να προκύψει. Το ίδιο συμβαίνει όταν ευρύτερα σύνολα, κοινωνικές ομάδες ή τάξεις, κράτη και ενώσεις κρατών χρησιμοποιούν για τη διευθέτηση των μεταξύ τους διαφορών το διάλογο ως τέχνασμα, ενώ δεν αναγνωρίζουν στο συνομιλητή τους το δικαίωμα της ισοτιμίας. Ισοτιμία μ’ άλλα λόγια στο διάλογο σημαίνει να μπορεί το κάθε μέρος να εκφραστεί ελεύθερα, χωρίς να επαπειλείται από τα πλεονεκτήματα του άλλου.

Φυσικά δεν επαρκεί η ισοτιμία, για να είναι εποικοδομητικός ένας διάλογος. Όποιο κι αν είναι το αντικείμενο του διαλόγου, πρέπει σίγουρα να είναι πολύ συγκεκριμένο, πολύ καλά διατυπωμένο, με σαφήνεια οριοθετημένο. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που παρατηρούμε ένα διάλογο να λιμνάζει, να παρεκβαίνει σε ασήμαντες λεπτομέρειες και τελικά να μην οδηγεί πουθενά ή μάλλον να οδηγεί στη σύγχυση και την επίταση της παρανόησης. Τρίτη λοιπόν προϋπόθεση είναι η σαφής εκ των προτέρων οριοθέτηση του αντικειμένου του διαλόγου με κοινής αποδοχής υποθέματα. Πόσο συχνά ένας φιλικός ή οικογενειακός διάλογος δεν καταλήγει στη φράση «δε με κατάλαβες»; Και αυτό, γιατί δεν έγινε οριοθέτηση του αντικειμένου, του συζητουμένου. Ένας γενικός και αόριστος διάλογος οδηγεί σε γενικό και αόριστο συμπέρασμα. Συχνά, που καταντά και γελοίο, οι συνδιαλεγόμενοι μπορεί να νομίσουν ότι συμφωνούν. Μόνο όταν έλθουν στην πράξη, τότε διαπιστώνουν ότι είναι αντίθετοι· άλλα έλεγαν κι άλλα εννοούσαν.

Απ’ την άλλη μεριά, η έλλειψη φανατισμού και η διάθεση ακρόασης του συνομιλητή μας, η ειλικρίνεια στην έκθεση των πραγματικών μας απόψεων, η μη απόκρυψη των προθέσεών μας, η σαφήνεια στη διατύπωση των θέσεων και η έγκαιρη γνώση και ενημέρωση επί των πραγματικών δεδομένων μιας κατάστασης αποτελούν τα συστατικά ενός δημιουργικού και παραγωγικού διαλόγου. Εάν στη φάση της διεξαγωγής του διαλόγου έχουμε ξέσπασμα φανατισμού και δογματικής προσήλωσης στις «αρχές» μας, που θα πει στα συμφέροντά μας και μόνο, κάτι που συχνά συμβαίνει, όταν ιδιαίτερα διαλεγόμαστε πάνω σε θρησκευτικά ή εθνικιστικά ή στενά ταξικά ζητήματα, τότε σίγουρα ο κάθε συνομιλητής θα αποχωρήσει όπως ήλθε, περήφανος που δεν «πρόδωσε» αλλά με τα ίδια άδεια χέρια. Και τότε τη θέση του διαλόγου παίρνει η βίαιη αντιπαράθεση, που οδηγεί στην ατομική και συλλογική δυστυχία.

Όσο συνεχίζουμε να πιστεύουμε στην αυταξία του ανθρώπου, τόσο θα πιστεύουμε και θα ελπίζουμε στις ικανότητές του, στο «λόγο» που τον κυβερνά και στο διάλογο που παράγει. Κι άλλο τόσο θα συνεχίζουμε να επικαλούμαστε αυτό το διάλογο για έναν πιο δίκαιο κόσμο. (523 λέξεις)

Ερωτήσεις

Α.Να δώσετε την περίληψη του κειμένου σε μια παράγραφο 80-100 λέξεων.

Β.αίτημα, ζούμε, διαφορές, εξελίσσονται, θυμόμαστε: Γράψτε από μία συνώνυμη λέξη για καθεμιά από τις παραπάνω.

Γ.Γράψτε ένα άρθρο που θα δημοσιευτεί στο περιοδικό του σχολείου σας και θα αναφέρεται στα θετικά στοιχεία που προκύπτουν από έναν γόνιμο και δημιουργικό διάλογο καθώς και στις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να διεξαχθεί σωστά. (350 περίπου λέξεις)

 

  1. Ποιες είναι σύμφωνα με το συγγραφέα οι προϋποθέσεις ενός δημιουργικού και αποτελεσματικού διαλόγου;(Μονάδες 20)
  2. Δώστε από ένα συνώνυμο των λέξεων: λογοδιάρροια, ακροθιγώς, άρρητος, ευπροσήγορος, διαξιφισμός. (Μονάδες 10)
  3. Σχηματίστε φράσεις με τις λέξεις: συνεδρίαση, νύξη, ευφράδεια, αμετροέπεια, κοινοτοπία. (Μονάδες 10)
  4. Στα πλαίσια μιας σχολικής εκδήλωσης καλείσαι να εκφωνήσεις ένα κείμενο για τη συμβολή του διαλόγου στις διαπροσωπικές και διακρατικές σχέσεις. (Μονάδες 60)