H πατίνα και η μάσκα

Δημοσθένης Κούρτοβικ, εφ. Τα Νέα, 12/8/2006

Διαβάζω την «απόδοση στη νεοελληνική» της Φόνισσας από τον Γιώργο Αριστηνό και δεν ενοχλούμαι, δεν αισθάνομαι πως χάνεται κάτι ουσιαστικό από το πρωτότυπο. Διαβάζω την Πάπισσα Ιωάννα στην απόδοσή της από τον Δημήτρη Καλοκύρη και εδώ ναι, κλοτσάω, έχω την αίσθηση πως αυτό που διαβάζω δεν είναι Ροΐδης.

Παράξενο, έτσι; Δεν αποτελεί τάχα κοινή πεποίθηση ότι ο Παπαδιαμάντης, με το ιμπρεσιονιστικό ύφος του (όπως το χαρακτήρισε ο Παλαμάς) και το γλωσσικό υλικό του που προέρχεται από πολλά στρώματα της ελληνικής γλώσσας με ισάριθμες νοηματικές αποχρώσεις, αντιστέκεται στη μετάφραση ή στη μεταγλώττιση πολύ περισσότερο απ' όσο ο «ρασιοναλιστής» Ροΐδης, με την κομψή και σπινθηροβόλα, αλλά μονότροπη (ειρωνική, σατιρική) καθαρεύουσά του; Και το πράγμα γίνεται ακόμα πιο παράξενο, αν σκεφτούμε ότι ο συγγραφέας Καλοκύρης βρίσκεται, ιδιοσυγκρασιακά, πολύ πιο κοντά στον Ροΐδη απ' όσο ο Αριστηνός στον Παπαδιαμάντη.

H «Φόνισσα» που αποδόθηκε στη νεοελληνική από τον Γιώργο Αριστηνό (στη φωτογραφία) είναι το λιγότερο «παπαδιαμαντικό» από τα ώριμα έργα του Σκιαθίτη

Βέβαια, η Φόνισσα είναι το λιγότερο «παπαδιαμαντικό» από τα ώριμα έργα του Σκιαθίτη, γιατί ο γνωστός φυγόκεντρος λόγος των διηγημάτων του, με τις αιφνίδιες συνειρμικές εξακτινώσεις και τη διασπορά του νοήματος, υποχωρεί εδώ μπροστά σε μια κεντρομόλα αφήγηση, τροχιοδρομημένη έτσι ώστε να καταλήξει σ' ένα ορισμένο συμπέρασμα. Από την άλλη, ο Καλοκύρης, παρά την εξαιρετική φιλολογική δουλειά που έχει κάνει όχι μόνο πάνω στο μυθιστόρημα, αλλά και σε άλλα κείμενα του Ροΐδη, μεταγλώττισε την Πάπισσα Ιωάννα με περίεργα πρόχειρο τρόπο, κάτι που, απ' ό, τι υπέπεσε στην αντίληψή μου, μόνη η Μάρη Θεοδοσοπούλου από τους κριτικούς επισήμανε, με εύγλωττα παραδείγματα (βλ. την κριτική της που δημοσιεύτηκε στην Εποχή στις 29 Ιανουαρίου 2006). Ενστάσεις διατύπωσε και ο Άρης Μπερλής («Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας, 10 Φεβρουαρίου 2006), αλλά περισσότερο για την ίδια τη σκοπιμότητα του εγχειρήματος.

Ωστόσο, κάτι μου λέει πως ούτε η (σχετική) ευκολία της δουλειάς που ανέλαβε ο Αριστηνός ούτε η ευκολία που εκβίασε ο Καλοκύρης από τη δική του εξηγούν σε βάθος τη διαφορετική αντίδρασή μου στη «νεοελληνοποίηση» των δύο κειμένων. Και προσπαθώ τώρα να προσδιορίσω αυτό το κάτι.

Επάνω, ο Εμμανουήλ Ροΐδης και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Δεξιά, η Λιβ Ούλμαν ως Πάπισσα Ιωάννα στην ομώνυμη ταινία

O γλωσσικός εκσυγχρονισμός («μεταγλώττιση») παλαιότερων έργων της νεοελληνικής γραμματείας αντιμετωπίζεται συνήθως ως ζήτημα αρχής. Στην επιχειρηματολογία όσων τον απορρίπτουν υποφώσκει μια ιδεολογική ανησυχία: ότι αν η μεταγλώττιση - όρος βέβαια ευφημιστικός, αφού στην ουσία πρόκειται για μετάφραση - αναγνωριστεί ως απαραίτητη, αυτό θα σήμαινε πρακτικά ότι η ελληνική γλώσσα δεν είναι μία και διαχρονικά ενιαία. Αλλά και στα επιχειρήματα των υπέρμαχών του υπάρχει αρκετή ιδεολογική γόμωση: με τη μεταφορά τους σε γλωσσικά προσιτή μορφή τα μεγάλα έργα της εθνικής γραμματείας μας θα γίνουν κτήμα των νεότερων γενεών (τόσο απλό είναι!), οι οποίες κινδυνεύουν να αποξενωθούν από την πολιτισμική μας παράδοση. Με τέτοιες ολιστικές θέσεις μπαίνει πάντα σε παρένθεση το θέμα της σχέσης που έχει ή δεν έχει η γλωσσική ιδιαιτερότητα ενός κειμένου με το πολιτισμικό περιβάλλον του και τη διαχρονική εμβέλεια των νοημάτων του. Επιστρέφουμε στο κλίμα των Ευαγγελικών και των Ορεστειακών.

Συζητώντας τη μεταφραστική πρόταση του Αριστηνού, ο Γιώργος Ξενάριος («Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας, 28 Ιουλίου 2006) παρατηρεί ότι η μαγεία του Παπαδιαμάντη και του Ροΐδη θεμελιώνεται στην πολιτισμική απόσταση που μας χωρίζει από τα κείμενά τους, επομένως δεν μπορεί να μείνει αλώβητη κατά τη μεταφορά τους σε μια γλώσσα υπερβολικά σύγχρονη. Για τον Ροΐδη έχω πολύ διαφορετική άποψη, όπως θα εξηγήσω παρακάτω, αλλά για πολλά κείμενα του Παπαδιαμάντη, ίσως τα περισσότερα, πιστεύω κι εγώ πως έτσι είναι. Αυτό όμως έχει ορισμένες συνέπειες, τις οποίες ο Ξενάριος δεν φαίνεται να λαμβάνει υπ' όψιν. H «μαγεία» που πηγάζει από την πολιτισμική απόσταση δεν είναι παρά η φαντασιακή σχέση μας με μια ορισμένη εποχή. Και η σχέση αυτή ούτε σταθερή είναι ούτε κοινή ούτε βέβαια αποτελεί συστατικό στοιχείο ενός λογοτεχνικού έργου. Όπως η πατίνα που εναποθέτει ο χρόνος στα μπρούντζινα αγάλματα μπορεί να τους δίνει μια ιδιαίτερη γοητεία, αλλά δεν κατοικεί σ' αυτή το πνεύμα του καλλιτέχνη, έτσι και η «πατίνα» που αποκτά με τον καιρό το γλωσσικό ιδίωμα ενός κειμένου μπορεί να συγκινεί αρκετούς, αλλά είναι άσχετη με τη φύση του.

H «μαγεία» του παπαδιαμαντικού ιδιώματος σίγουρα μειώνεται με τη μετάφρασή του, αλλά πιθανότατα όχι περισσότερο απ' όσο θα τη βλέπαμε να μειώνεται, αν μπορούσαμε να διανύσουμε ανάδρομα την απόσταση που μας χωρίζει από την εποχή του (παίρνουμε μια ιδέα γι' αυτό όταν παρακολουθούμε την πρόσληψή του από διαδοχικές γενιές κριτικών στον εικοστό αιώνα). Στα περισσότερα σκιαθίτικα διηγήματά του ο Παπαδιαμάντης απεικόνισε μια αρχέγονη λαϊκότητα καταυγασμένη από το μεταφυσικό φως της ελληνορθόδοξης πίστης. Το έκανε με έξοχο τρόπο, τον καλύτερο δυνατό, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό ακριβώς ήταν το αίτημα της ηθογραφίας του καιρού του. Το ότι πολλά έργα του διαρρέονται και από άλλα, υπόγεια ρεύματα με διαχρονικότερη χωρητικότητα είναι άλλο ζήτημα, που δεν έχει σχέση με τη γλώσσα του.

Ο συγγραφέας Δημήτρης Καλοκύρης βρίσκεται ιδιοσυγκρασιακά πολύ πιο κοντά στον Ροΐδη, απ' όσο ο Γιώργος Αριστηνός (αριστερά) στον Παπαδιαμάντη. Ωστόσο, η μεταγλώττιση της Πάπισσας Ιωάννας δεν λειτουργεί όσο η μεταγλώττιση της «Φόνισσας», λέει ο Δ. Κούρτοβικ

H περίπτωση του Ροΐδη είναι, όπως προσήμανα, διαφορετική. H καθαρεύουσά του είναι μια μάσκα. H καθαρεύουσα, βέβαια, πάντοτε είναι μια μάσκα, αλλά ο Ροΐδης ήταν ο πρώτος Έλληνας συγγραφέας που το συνειδητοποίησε και μάλιστα χρησιμοποίησε αυτή την τεχνητή γλώσσα για να πάρει αποστάσεις τόσο από εκείνο για το οποίο μιλούσε όσο και από τον ίδιο του τον εαυτό. H καθαρεύουσα στην εποχή του, και για πολύ καιρό αργότερα, ήταν ο επίσημος τρόπος με τον οποίο η Ελλάδα μιλούσε για την Ελλάδα, όχι όμως αποστασιοποιημένα, αλλά με την αξίωση να παρουσιάσει τον ιδανικό, τον βαθύτερα αυθεντικό εαυτό της. Ο Ροΐδης κατέδειξε την πλαστότητα αυτής της εικόνας, χειριζόμενος αριστοτεχνικά το ίδιο το μέσο κατασκευής της. Θα καταλάβουμε πολλά, αν βασανίσουμε λίγο στο μυαλό μας τη, φαινομενικά, απλώς σκωπτική ρήση του «πρώτος [...] και απαραίτητος όρος όπως γράψη τις την λεγομένην καθαρεύουσαν είναι η πεποίθησις ότι δεν αξίζει τίποτε».

Πριν από μερικά χρόνια ο Ευγένιος Αρανίτσης αφιέρωσε τρία κείμενά του στην Πάπισσα Ιωάννα («Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας, 28 Ιουλίου, 4 Αυγούστου και 29 Σεπτεμβρίου 2000). Ο τρόπος που διαβάζει τον Ροΐδη είναι μεν προκρούστειος, προσαρμοσμένος στις γνωστές εμμονές αυτού του δοκιμιογράφου (για την κατάρρευση του μεταφυσικού κέντρου και την υποκατάσταση των πραγμάτων από προσομοιώσεις τους), αλλά η ανάλυσή του είναι ενδιαφέρουσα και περιέχει παρατηρήσεις που αγγίζουν, από τον δικό του δρόμο, για την ακρίβεια μονόδρομο, την ουσία του ζητήματος. Ο Ροΐδης, λέει ο Αρανίτσης, σηματοδοτεί την είσοδο της Ελλάδας στη νεωτερικότητα με τη συνειδητοποίηση μιας νεύρωσης: η φυσικότητα έχει παρέλθει, το κάθε τι είναι κάτι άλλο από αυτό που δείχνει, μπορούμε πια να μετέχουμε στον κόσμο μόνο μέσω μιας μεταμφίεσης, μιας παρενδυσίας· ενώ στον Παπαδιαμάντη τα γεγονότα συμβαίνουν στ' αλήθεια, ο Ροΐδης αντιλαμβάνεται ότι ο συγγραφέας δεν νομιμοποιείται πλέον παρά μόνο να προβάλλει μια καρικατούρα του κόσμου, δηλαδή τη διάθλασή του μέσα από την ειρωνεία.

Πράγματι, τίποτα δεν είναι πιο επιπόλαιο από το να κολλάμε στον Ροΐδη ετικέτες όπως «σατιριστής των νεοελληνικών ηθών». Ο δημιουργός της Πάπισσας Ιωάννας ήταν ο πρώτος και πιθανότατα ο μόνος πριν από τον Κοσμά Πολίτη Έλληνας συγγραφέας που κατάλαβε ή διαισθάνθηκε ότι ο λογοτέχνης της νεωτερικής εποχής είναι διχασμένος ανάμεσα στη νοσταλγία μιας αυθεντικότητας που του διαφεύγει ολοένα και την ηδονή μιας μεταμφίεσης που του επιτρέπει να επεμβαίνει στην πραγματικότητα χωρίς να ταυτίζεται ούτε μαζί της ούτε (εντελώς) με την πόζα του. Στην περίπτωση του Ροΐδη η καθαρεύουσα, την οποία χρησιμοποιούσε χωρίς να πιστεύει σ' αυτήν, και η δημοτική, στην οποία πίστευε, αλλά (όπως τουλάχιστον ισχυριζόταν) δεν την κατείχε, ήταν η τέλεια εξεικόνιση αυτού του διχασμού.

Νά λοιπόν ποιο ήταν το λάθος του Καλοκύρη και όλων όσων μετέφρασαν ή μετέγραψαν την Πάπισσα Ιωάννα: οι εκδοχές τους κυριολεκτούν, παίρνουν το κείμενο του Ροΐδη κατά γράμμα, τη στιγμή που αυτός υπαινίσσεται διαρκώς κάτι άλλο. Ενώ ο Παπαδιαμάντης είναι απόλυτα ταυτισμένος με τον κόσμο που περιγράφει, ο Ροΐδης υποδεικνύει με το ιδίωμά του σε κάθε φράση τον μετωνυμικό χαρακτήρα του δικού του κόσμου και της δικής του στάσης (η Εισαγωγή και οι Σημειώσεις της Πάπισσας, που ενδεικτικά παραλείπει ο Καλοκύρης, υπογραμμίζουν ακριβώς αυτή τη συνθήκη). Ένας Ροΐδης μεταφερμένος σε μια φυσική γλώσσα όπως η δημοτική απλούστατα δεν είναι Ροΐδης.

Και τι να κάνουμε, λοιπόν; Να αφήσουμε έναν τόσο σπουδαίο συγγραφέα ακατανόητο για τις νεότερες γενιές; Πάνω σ' αυτό δεν έχω έτοιμη απάντηση, γιατί το δίλημμα είναι υπαρκτό και δυσεπίλυτο, αν όχι άλυτο. Θα κάνω μόνο την εξής παρατήρηση: η καθαρεύουσα ήταν αναμφίβολα μια τεχνητή γλώσσα, αλλά, μας αρέσει δεν μας αρέσει, δημιούργησε με τη μακρόχρονη χρήση της μια πολιτισμική πραγματικότητα, υπήρξε μια από τις συνιστώσες της πνευματικής πορείας αυτού του τόπου και μια έκφραση των αντιφάσεών της. Το ότι οι ελληνόπαιδες δεν εξαναγκάζονται πια να τη γράφουν και να τη μιλούν είναι κατάκτηση. Αλλά δεν είμαι βέβαιος πως είναι κατάκτηση και το ότι δεν την καταλαβαίνουν (αν πράγματι δεν την καταλαβαίνουν). Σήμερα μάλιστα που η γλώσσα αυτή κανέναν δεν έχει τη δύναμη να φενακίζει, ίσως οι νεότεροι θα μπορούσαν να εμπνευσθούν από την άψυχη στιλπνότητα και τη μεταλλική ευκινησία της ένα ειρωνικό ισοδύναμο του τεχνολογικού ναρκισσισμού της εποχής μας - όπως ο Ροΐδης την έκανε ειρωνικό ισοδύναμο των μεγαλεπήβολων ψευδαισθήσεων της δικής του εποχής.