Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


«Είμαι συγγραφέας της εξαιρέσεως»

Αναστασία Νατσίνα, εφ. Τα Νέα, 11/10/2003

Ο E. X. Γονατάς σπάει τη σιωπή του

AΛΛΟI TΟN ΛENE ΠΟIHTH, AΛΛΟI ΠEZΟΓPAΦΟ KAI H ΠΟΛITEIA TΟN EXEI BPABEYΣEI ΩΣ METAΦPAΣTH. Ο E.X. ΓΟNATAΣ EINAI MIA IΔIAITEPH ΠEPIΠTΩΣH ΣTA EΛΛHNIKA ΓPAMMATA ΠΟY MAΣ EIΣAΓEI ΣTΟN KΟΣMΟ THΣ YΠΟΨIAΣ AΠΟKΛINΟNTAΣ AΠΟ TH ΣYMBATIKH AΦHΓHΣH. ΟΛIΓΟΓPAΦΟΣ, EXΘPΟΣ THΣ ΣΠΟYΔAIΟΦANEIAΣ, ΠAPAΓNΩPIΣMENΟΣ AΛΛA ME ΦANATIKΟYΣ ΟΠAΔΟYΣ, AΠOKAΛYΠTEI TON KOΣMO TOY ΣE MIA AΠO TIΣ ΣΠANIOTATEΣ ΣYNENTEYΞEIΣ TOY

«Υπάρχουν ελληνικά λεγόμενα μυθιστορήματα, τα οποία είναι ωραία, είναι καλά. Αλλά είναι μεγάλα αφηγήματα, δεν είναι μυθιστορήματα», λέει ο E.X. Γονατάς (φωτογραφημένος από τον Στέλιο Σκοπελίτη)

«Ξεκίνησα γράφοντας διηγήματα κι όχι ποιήματα. Παιδάκι. Από το Δημοτικό. Κατά βάση, φιλοδοξία μου ήταν να τα επεκτείνω, να τα κάνω μεγαλύτερα, χωρίς να έχω σκεφτεί βέβαια να τα κάνω μυθιστορήματα. Έχω αρχίσει πολλά τέτοια, τα βλέπεις, πήγαιναν για να γίνουν μεγάλα. Τα σταμάτησα, γιατί αργότερα η εργασία μου δεν μου άφηνε μεγάλα περιθώρια, δούλευα σαν σκύλος. Έπρεπε λοιπόν να βρω έναν τρόπο εκφραστικό, ο οποίος να απαιτεί έναν χρόνο εργασίας όχι τόσο όσο θέλει το μεγάλο αφήγημα. Για να κάνεις μυθιστόρημα ή εκτεταμένο αφήγημα, θέλεις πάρα πολλές ώρες και συνέχεια. Θέλει αυτή τη λεγόμενη continuite. Ενώ στο διήγημα μπορεί να κάνεις μία εβδομάδα να το γράψεις, δέκα ημέρες, μετά το χτενίζεις, αλλά έχει ολοκληρωθεί».

Σε τι διαφέρουν διήγημα και μυθιστόρημα;

Είναι άλλη η τεχνική του διηγήματος και άλλη του μυθιστορήματος. Δεν είναι θέμα εκτάσεως, το μυθιστόρημα δεν είναι ένα εκτεταμένο διήγημα. Η διαφορά είναι στην ουσία. Το διήγημα, τα 'χουμε πει χιλιάδες φορές, είναι μια τομογραφία της πραγματικότητας. Μια στιγμή. Ένα επεισόδιο. Στιγμιότυπα ενός αθλητή που τον συλλαμβάνουμε στο πήδημά του, τη στιγμή που βρίσκεται στον αέρα. Η αφιλοκέρδεια έναντι αυτού που γίνεται σε σχέση μ' αυτό που θα μπορούσε να γίνει, να πώς συγγενεύει η νουβέλα με το ποίημα. Ενώ το μυθιστόρημα είναι δύο κόσμοι παράλληλοι. Ένας είναι ο κύκλος των ηρώων και ένας ο κύκλος της εποχής, oι οποίοι βαίνουν παράλληλα χωρίς να εφάπτονται. Υπάρχουν και ελληνικά λεγόμενα μυθιστορήματα, που δεν θα κατονομάσω, τα οποία είναι ωραία κι αυτά, είναι καλά. Αλλά είναι μεγάλα αφηγήματα, δεν είναι μυθιστορήματα. Μυθιστόρημα ελληνικό δεν υπάρχει, απέτυχαν σ' αυτό και ο Παπαδιαμάντης και ο Θεοτόκης, ενώ το «Πίστομα», τα μικρά διηγήματά του, είναι αριστουργήματα. Με την έννοια ότι το μυθιστόρημα είναι αυτοί οι δύο κόσμοι. Το διήγημα είναι μια εξαίρεση, μια εξαιρετική στιγμή, είναι ο ορισμός που έχει δώσει ο Γκέτε, τον είχα βρει σε μια συνέντευξη του Μπάμπελ που έδωσε λίγο προτού συλληφθεί, νομίζω το '37, όπου ανέφερε αυτόν τον ορισμό που βρίσκεται στην αλληλογραφία του Γκέτε με τον Έκκερμαν: «Η νουβέλα είναι η αφήγηση ενός ανήκουστου συμβάντος». Όταν λέει όμως «ανήκουστου» δεν εννοεί «φανταστικού», θαυμασίου, μπορεί να 'ναι κι ένα κοινότατο συμβάν. Δηλαδή, ο συγγραφέας δίνει το εξαιρετικό, βάζει μέσα τον εαυτό του και φτιάχνει τη στιγμή εκείνη μια εξαίρεση. Όταν λέει «ανήκουστο», νομίζω ότι θέλει να πει «εξαιρετικό».

Και για τις δικές σας νουβέλες λέγεται ότι ανήκουν στο είδος του «φανταστικού».

Δεν είμαι του φανταστικού συγγραφέας, λάθος. Δεν είμαι συγγραφέας ούτε του εξαιρετικού, είμαι ο συγγραφέας της εξαιρέσεως. Μπορεί να γίνει απίθανο και το πιο κοινό πράγμα. Είναι το πώς θα το χειριστεί ο συγγραφέας. Υποθέτω ότι δεν ήταν τόσο κουτός ο Γκέτε να νομίζει ότι μόνο αξιοθαύμαστες ιστορίες, τρομερές, είναι τα διηγήματα. Κι εν πάση περιπτώσει, Γκέτε είναι αυτός που λέει κι ο Μπάμπελ. Μπορεί να κάνει και λάθος, λέει, αλλά εγώ συμφωνώ μαζί του. Το διήγημα επίσης θέλει ένα άλλο πράγμα. Θέλει καλλιτεχνικότερο χέρι, πλησιάζει προς την ποίηση, επειδή είναι συμμαζεμένο, μικρό, δεν χωράει καμιά τσαπατσουλιά. Μόνο ένας καλλιτέχνης συγγραφέας μπορεί να φτιάξει νουβέλα ποιότητος. Αυτό βέβαια δεν υποτιμά το μυθιστόρημα, αλλά εκεί μπορεί να αποτύχει ένα κεφάλαιο, επανέρχεσαι στο άλλο, το διορθώνεις, το ξαναφτιάχνεις. Στο διήγημα, στη νουβέλα, πρέπει με την πρώτη να φτάσεις στην ψίχα. Έχει ένα ωραίο ο Γκόρκι στα «Φιλολογικά πορτραίτα», αναφέρει την άποψη ενός λογίου, του Ιβάνοβιτς Σβέντεντσοφ, ότι ο μόνος τρόπος που δεχόταν να επενεργήσει στο κοινό ένα διήγημα ήταν να χτυπάει κατακέφαλα τον αναγνώστη σαν μπαστουνιά, για να του δώσει να καταλάβει τι κτήνος είναι. Δείχνει την ένταση που πρέπει να χει το διήγημα, να σε κρατάει συνεχώς. Τον Τσέχοφ γι' αυτό τον λατρεύεις. Τρεις σελιδούλες και δεν ξεχνάς τίποτα. Ενώ το μυθιστόρημα δεν χρειάζεται να 'χει αυτή την ένταση συνεχώς, ούτε και μπορεί να την έχει σε πεντακόσιες-χίλιες σελίδες. Το διήγημα επίσης έχει μια αυτοτέλεια, γι' αυτό κι εγώ τα δημοσιεύω χωριστά. Ο Ραμόν ντελ Βαλέ Ινκλάν, ένας Ισπανός συγγραφέας - πέθανε το '30- που είχε την ίδια γνώμη, έλεγε μάλιστα ότι, ει δυνατόν, κάθε ποίημα έπρεπε να δημοσιεύεται σε χωριστή έκδοση. «Είδε ποτέ κανείς δυο τρεις πίνακες ζωγραφικής μαζί σ' ένα πλαίσιο;», έλεγε.

Αναρωτιέμαι αν αυτή η διαφορά που περιγράφεις έχει συνέπειες και για τον προσχεδιασμό ενός κειμένου.

Εδώ είναι το περίεργο. Ο Φλομπέρ σχεδιάζει εκ των προτέρων το τι θα γράψει μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια. Κεφάλαιο άλφα, βήτα, το τι θα πει σε κάθε διάλογο, και μετά το εκτελεί. Ε, λοιπόν, εγώ, ενώ θαυμάζω το αποτέλεσμα, δεν μπορώ να ακολουθήσω αυτή τη μέθοδο διότι είναι σαν να το 'χω γράψει, δεν έχω κανένα ενδιαφέρον να το γράψω πλέον, άμα κάνω την περίληψη. Λείπει το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού, δεν θα μπορούσα να εμπλουτίσω το διήγημα με στοιχεία της στιγμής, τα οποία δίνουν μια τεράστια δύναμη στην περιγραφή και στο διήγημα - αυτό είναι το λεγόμενο ρωσικό γράψιμο. Άκου ένα παράδειγμα: «Στην πλατεία ο άνεμος κουνούσε τα κουλουράκια και τις κρεμάθες με τα ξερά ψάρια στα πάνινα τσαντήρια, σήκωνε το ένα αυτί του μικρού σκυλιού που καθόταν πάνω σ' ένα κάρο με σανό».

Αυτό είναι εντελώς αυτοσχεδιαστικό, είδες και τι δύναμη δίνει μέσα; Είναι από τις «Γαλάζιες πολιτείες» του Αλεξέι Τολστόι, ελάσσων συγγραφέας, έχει γράψει μια πολύ ωραία βιογραφία του Πέτρου του Μεγάλου. Αυτά δεν μπορεί να τα έχει σχεδιάσει εκ των προτέρων σε τέτοιες λεπτομέρειες. Τις βγάζει εκείνη τη στιγμή ή κάτι που είχε δει εκείνο το πρωί, το χώνει μέσα στην περιγραφή. Το πλάνο το γενικό το 'χεις πάντα, μια ατμόσφαιρα, αλλά δεν μπαίνεις στη λεπτομέρεια. Γι' αυτό είμαι κι εγώ άρρωστος συνέχεια: Γιατί πολεμάω να κρατήσω μες στο κεφάλι μου ολόκληρες ατμόσφαιρες με δύο τρία στοιχειώδη μόνο, κάτι πρόσωπα, ελαφρώς συγκεχυμένα, μην τυχόν και τα στερεοποιήσω, αλλιώς πάει, τελείωσε, δεν μπορώ να τα γράψω.

«H τέχνη εξαγιάζει»

Τι σημαίνει ιδεολογική συνέπεια του συγγραφέα; Ο E. X. Γονατάς έχει μια αιρετική άποψη γι' αυτό.

«Ένας αληθινός συγγραφέας», υποστηρίζει, «αποκλείεται να είναι ρατσιστής ή μη δημοκράτης. Κοπανάνε συνέχεια τον Σελίν, τον Πάουντ, τον Χάμσουν. Ο Χάμσουν ήταν μεγάλος συγγραφέας, δικάστηκε για ναζισμό. Το κουβέντιαζα με τον Κοτζιούλα και, σκέψου, ο Κοτζιούλας, ένας άνθρωπος κομμουνιστής, δεν δεχόταν πως μπορεί να το 'κανε αυτό, έκανε πως δεν το άκουγε. Δεν μπορεί κάτι τέτοιο να αναιρέσει την αγάπη που έχεις σ' έναν συγγραφέα. Έχω τη γνώμη ότι η τέχνη τα εξυγιαίνει όλα. Εξαγιάζει. Θεωρώ δηλαδή ότι δεν έχει νόημα να εξετάζεται η πολιτική θέση του συγγραφέα σε σχέση με το έργο του. Και όταν υπάρχουν γεγονότα, νομίζω ότι οφείλονται σε κάποια πλάνη. Άμα ψάξω πολύ θα τα δικαιολογήσω. Θα βάλω απ' τη μια μεριά της ζυγαριάς το έργο, κι άμα το έργο είναι τόσο ανθρώπινο και αληθινό - και πάντα, ξέρεις, το αληθινό έργο είναι και με το μέρος του δίκαιου - δικαιώνει τους ανθρώπους. Ο Καχτίτσης στη χούντα αρνήθηκε να γράψει, αρνήθηκε να δώσει οτιδήποτε, ήταν ένας δημοκράτης άνθρωπος. Τώρα εάν είχε μια ψύχωση με τους Εβραίους - και κάποια μικρή ψύχωση την είχε - πιθανόν προερχόταν από τους εργοδότες του. Αλλά δεν ήταν αντιεβραίος. Άνθρωπος ο οποίος λάτρευε τον Κάφκα! Εν πάση περιπτώσει, εγώ είμαι με το μέρος του Καχτίτση. Το έργο του βλέπω ότι έχει ανθρώπινο βάρος. Παρόλο που είναι τρελό και φαίνεται σαν φανταστικό, έχει άγχος μέσα, έχει αγωνία ανθρώπινη και είναι κι αληθινό. Επομένως, λέω, αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι προδότης.

TA ΒΙΒΛΙΑ TOY

1945, «Ο ταξιδιώτης». 1959, «Η κρύπτη». 1963, «Το Βάραθρο». 1963, «Οι αγελάδες». 1986, «Ο φιλόξενος καρδινάλιος». 1991, «Η προετοιμασία». Και η πλέον πρόσφατη μετάφραση-επιμέλειά του: 2003, «Ιβάν Γκολ, Ποιήματα 1920-1950». Όλα τα βιβλία του κυκλοφορούν από τη «Στιγμή»

Ολόκληρο το κείμενο της συνέντευξης του E. X. Γονατά θα δημοσιευτεί στο προσεχές τεύχος του «Διαβάζω» (που κυκλοφορεί τη Δευτέρα), στο πλαίσιο πολυσέλιδου αφιερώματος που επιμελήθηκε ο Ηρ. Παπαλέξης. Συνεργάζονται επίσης οι: Φρ. Αμπατζοπούλου, Χρ. Αστερίου, Σ. Βούλγαρη, Γ. Δεληβοριά.