Γιώργος Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»

Στοιχεία που αφορούν στο συγγραφέα, λογοτεχνικό περιβάλλον και λοιπά γραμματολογικά στοιχεία:

1. Ο εξομολογητικός προσωπικός τόνος χαρακτηρίζει συχνά το έργο του Ιωάννου. Σε ποια σημεία των Σελίδων μπορείτε να τον επισημάνετε;

Ο Γιώργος Ιωάννου γράφει τις ιστορίες του σε πρώτο πρόσωπο γεγονός που

δημιουργεί στον αναγνώστη την αίσθηση ότι διαβάζει τις προσωπικές εμπειρίες του

συγγραφέα. Ο ίδιος ο Ιωάννου σχολίαζε ότι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση είναι

περισσότερο μια αφηγηματική επιλογή παρά μια ένδειξη ότι πρόκειται για την

καταγραφή προσωπικών του βιωμάτων. Αυτό σημαίνει ότι αρκετά από τα γεγονότα

που μας αφηγείται ο συγγραφέας, ενδέχεται είτε να μην αποτελούν πραγματικές

εμπειρίες είτε να μην έχουν συμβεί ακριβώς όπως μας τα διηγείται.

«Ανακουφίζομαι γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο. Είναι για μένα κάτι σαν ψυχολογική

ανάγκη. Ωστόσο τα περισσότερα από αυτά που γράφω δεν είναι βιογραφικά και δεν

συνέβησαν ακριβώς έτσι, όπως μεταφέρονται στο χαρτί. Άλλωστε, στα

πεζογραφήματά μου υποδύομαι και πολλά πρόσωπα που θα ήθελα να είμαι.»

(Συνέντευξη του συγγραφέα με τη Μ. Θερμού, εφ. Καθημερινή, 24-7-1977).

Παρόλο που στην ανάγκη του Ιωάννου να αποστασιοποιηθεί από τη βιωματικότητα

των κειμένων του θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η διαφωνία που είχε με το μεγάλο

φιλόλογο Δημήτρη Μαρωνίτη, σχετικά με το κατά πόσο στα διηγήματά του

αποτυπώνονται η προσωπικότητα, τα βιώματα και οι προτιμήσεις του ίδιου του

συγγραφέα ή όχι, δε θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι από διήγημα σε διήγημα

υπάρχουν διαφοροποιήσεις στην απόδοση ακόμη και του ίδιου του γεγονότος.

Πέρα όμως από το αν τα γεγονότα που παρουσιάζονται στα διηγήματα του Ιωάννου

είναι ή όχι προσωπικά βιώματα του συγγραφέα, υπάρχουν αρκετά σημεία στα οποία ο

συγγραφέας μας αποκαλύπτει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του για κάποια

θέματα, όπου ο εξομολογητικός τόνος είναι σαφής και η αλήθεια των γραφομένων

μοιάζει δεδομένη. Ο λόγος άλλωστε που ο Ιωάννου αποκαλεί τα κείμενά του

πεζογραφήματα και όχι διηγήματα είναι ακριβώς γιατί έχει τη συνήθεια να

παρεμβαίνει στις ιστορίες που αφηγείται και είτε να σχολιάζει τα δρώμενα είτε να

καταγράφει κάποιες σκέψεις που του δημιουργούνται συνειρμικά την ώρα που

αφηγείται την ιστορία του.

Για παράδειγμα στο πεζογράφημα «Στου Κεμάλ το Σπίτι» η φωνή του συγγραφέα

γίνεται απολύτως προσωπική όταν αναφέρεται στα σχέδια των εργολάβων, οι οποίοι

αφού έχτισαν μια φρικαλέα πολυκατοικία εκεί που βρισκόταν το σπίτι της

οικογένειάς του, τώρα θέλουν να τη γκρεμίσουν για να χτίσουν κάτι άλλο. Ο

συγγραφέας μας αποκαλύπτει την πρόθεσή του να εμποδίσει τα σχέδια των

εργολάβων και παράλληλα μας δείχνει την ενόχληση που του προκαλεί η αλλοίωση

της παραδοσιακής εικόνας της πόλης του. Ο Ιωάννου δε διστάζει να αφήσει για μια

στιγμή την ιστορία που αφηγείται και να κάνει μια παρέκβαση για να εκφράσει το

πώς νιώθει σχετικά με την τάση που υπάρχει να χτίζονται ολοένα μεγαλύτερες –και

ασχημότερες- πολυκατοικίες στην πόλη του. Αυτό, βέβαια, είναι ένα από τα βασικά

χαρακτηριστικά της γραφής του Ιωάννου, καθώς στα περισσότερα κείμενά του

υπάρχουν παρεκβάσεις στις οποίες ο συγγραφέας μας αποκαλύπτει τις προσωπικές

του σκέψεις.

Στο ιδιαίτερο πεζογράφημα «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς», το οποίο δεν

έχει κάποια κεντρική ιστορία, αλλά αποτελεί μια εκμυστήρευση του συγγραφέα

σχετικά με την ικανότητα που έχει να καταλαβαίνει από πού είναι κάθε πρόσφυγας,

διακρίνουμε μια αυξανόμενη παρουσία του εξομολογητικού τόνου. Ο συγγραφέας

μας μιλά για τη συνήθεια που έχει να περνά χρόνο στους Προσφυγικούς

Συνοικισμούς και μας αποκαλύπτει πόσο μόνος αισθάνεται «Εγώ όμως από τώρα

είμαι βαριά παραπονεμένος. Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω

διαρκώς». Ο Ιωάννου παρόλο που είναι παιδί προσφύγων δεν έχει μεγαλώσει σε

κάποιον προσφυγικό συνοικισμό όπως οι περισσότεροι πρόσφυγες κι αυτό τον

στενοχωρεί γιατί νιώθει ότι δεν έχει αποκτήσει αυτό το συναισθηματικό δέσιμο που

έχουν οι άλλοι πρόσφυγες μεταξύ τους. Ο Ιωάννου ζει με ανθρώπους που αδιαφορούν

τελείως για εκείνον κι αυτό επιτείνει το αίσθημα μοναξιάς που τον έχει κυριεύσει. Η

αναφορά του συγγραφέα στη μοναξιά που βιώνει καθημερινά είναι μια αποκάλυψη

πολύ προσωπική, η οποία όμως είναι συνεπής με την τάση του συγγραφέα να

καταφεύγει στα κείμενά του σε εξομολογήσεις προσωπικών σκέψεων και

συναισθημάτων.

2. Το έργο του Ιωάννου αποπνέει την έντονη αίσθηση μιας χαμένης ζωής μέσα σε μια σύγχρονη μεγαλούπολη με μεγάλη ιστορία. Ποια βιώματα του συγγραφέα μπορεί να συνέβαλαν, κατά τη γνώμη σας, σ’ αυτή την αίσθηση;

Ο Γιώργος Ιωάννου έχοντας γεννηθεί το 1927 έζησε μια σειρά σημαντικών ιστορικών

γεγονότων που άλλαξαν με βίαιο τρόπο την πορεία της Ελλάδας. Όταν το 1940 η

Ιταλία ξεκινούσε, στα πλαίσια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, τις επιθέσεις της

κατά της Ελλάδας ο Ιωάννου ήταν 13 ετών. Η έναρξη του πολέμου ανέτρεψε

οποιαδήποτε αίσθηση ισορροπίας στη ζωή του και του άφησε ένα μόνιμο αίσθημα

ανασφάλειας και φόβου, το οποίο ενισχύθηκε τόσο από τα χρόνια της κατοχής που

ακολούθησαν όσο και από τον αποτρόπαιο εμφύλιο πόλεμο που ολοκλήρωσε τη

μακροχρόνια εμπόλεμη κατάσταση της χώρας. Ο συγγραφέας έζησε τα χρόνια της

εφηβείας και της πρώτης νεότητας σε μια ιστορική περίοδο γεμάτη ανατροπές και

σκληρότητα που του δημιούργησε την εντύπωση ότι οι ζωές των απλών ανθρώπων

είναι ασήμαντες μπροστά στη λαίλαπα του πολέμου που καθοδηγείται από

απρόσωπους ηγέτες. Παράλληλα, το γεγονός ότι ο Ιωάννου ήταν παιδί προσφύγων

και μεγάλωσε μέσα σ’ ένα κλίμα νοσταλγίας για τη χαμένη πατρίδα, ενίσχυσε την

πεποίθησή του ότι οι άνθρωποι δεν είναι παρά υποχείρια των κρατούντων και ότι οι

ζωές τους στην πραγματικότητα δεν έχουν παρά ελάχιστη αξία. Μια συμφωνία

ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία ήταν ικανή να θέσει σε εφαρμογή ένα

εκτεταμένο σχέδιο ανταλλαγής πληθυσμών, που ξερίζωσε χιλιάδες ανθρώπους από τα

μέρη που οι ίδιοι ένιωθαν ως πατρογονικά.

Η διάθεση του συγγραφέα να εκλογικεύσει τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή του

τον οδηγεί σε μια προσπάθεια καταγραφής των εμπειριών και των αναμνήσεών του.

Ο Ιωάννου επιστρέφει επίμονα στο παρελθόν του θέλοντας να κατανοήσει καλύτερα

όσα έζησε, καθώς η διαδοχή και η ένταση των γεγονότων ήταν τέτοια που δεν του

είχαν επιτρέψει όταν συνέβαιναν όλα αυτά να αντιληφθεί τη σημασία τους και να

εκτιμήσει τον πραγματικό αντίκτυπο που είχαν στην προσωπικότητά του. Δεν είναι

επομένως ένας συγγραφέας που κινείται από συγγραφικές φιλοδοξίες, αλλά ένας

άνθρωπος που επιχειρεί μέσω της αποστασιοποίησης που του προσφέρει το πέρασμα

του χρόνου να δει και να προσμετρήσει καλύτερα τις πληγές που του άφησαν όλες

εκείνες οι βίαιες ανατροπές που έζησε.

Ο Ιωάννου στα κείμενά του δεν αντικρίζει τη πραγματικότητα μέσα από την οπτική

σημαντικών και δυναμικών προσωπικοτήτων. Οι ήρωές του είναι απλοί καθημερινοί

άνθρωποι που βιώνουν τον πόνο και τη φτώχεια, αδύναμοι να αντιδράσουν σε όσα

δύσκολα τους παρουσιάζει η ζωή τους. Για το συγγραφέα αυτό που έχει αξία είναι τα

βιώματα και τα συναισθήματα των καθημερινών του ηρώων, γιατί μέσα από αυτούς

κατορθώνει να εκφράσει τις εμπειρίες και τις συναισθηματικές διαδρομές χιλιάδων

ανθρώπων που έζησαν εκείνη την εποχή. Αν για πολλούς συγγραφείς το ζητούμενο

ήταν να καταγράψουν την πορεία σημαντικών ανθρώπων και να δώσουν στα κείμενά

τους μια εικόνα τις νέας ιστορικής πραγματικότητας, ο Ιωάννου προτίμησε να μείνει

κοντά στους απλούς ανθρώπους και με τα πεζογραφήματα να αναδείξει τη δική τους

περιορισμένη πορεία με τις μικρές δυνατότητες και τα μεγάλα προβλήματα.

Ο Ιωάννου, με φόντο την αγαπημένη του Θεσσαλονίκη, ιχνογραφεί καθημερινά

στιγμιότυπα είτε από τη δική του ζωή είτε από τη ζωή κάποιου ανώνυμου ήρωα,

θέλοντας να αποτυπώσει τα βήματα των απλών ανθρώπων μέσα σε μια μεγάλη πόλη

που ανακάμπτει από τα γεγονότα του παρελθόντος και εξελίσσεται. Παρά τη νέα

δυναμική που απέκτησε η χώρα μετά την έξοδό της από τα εμπόλεμα χρόνια, οι

περισσότεροι άνθρωποι συνέχισαν να βιώνουν τις δυσκολίες της φτώχειας και το

αδιέξοδο μιας ζωής που έχει στιγματιστεί από τη βία και τις πολλαπλές απώλειες. Ο

συγγραφέας επομένως επικρίνει τη δήθεν εξέλιξη και συνεχίζει να παρακολουθεί τον

αντίκτυπο όσων προηγήθηκαν και κατευθύνουν ακόμη τη ζωή των ανθρώπων.

3. Τα πεζογραφήματα του Ιωάννου «άλλοτε πλησιάζουν τον άμορφο μονόλογο […], άλλοτε υποδύονται το δοκίμιο, άλλοτε πάλι εμφανίζονται ως παραδοσιακά διηγήματα». Να δώσετε μερικά παραδείγματα μέσα από τις Σελίδες από τα οποία να φαίνονται οι διαφορετικές μορφές γραφής του.

Τα κείμενα του Ιωάννου «άλλοτε πλησιάζουν τον ‘άμορφο’ συνειρμικό μονόλογο, για

να αποστάξουν μια ιδιάζουσα διάθεση με την ανάκληση πραγμάτων ανορθόδοξα

εφαπτόμενων […], άλλοτε υποδύονται το δοκίμιο, για να υποβάλουν έντεχνα μια

στάση ζωής μέσα από την τάχα αμερόληπτη, ορθολογική ταξινόμηση ανθρώπων και

ανθρώπινων σχέσεων· άλλοτε πάλι εμφανίζονται ως παραδοσιακά διηγήματα,

έμφορτα όμως συχνά με αλλότρια στοιχεία ή απαλλαγμένα από αφηγηματικές

συμβάσεις, σε βαθμό που η παλαιότερη αισθητική θα τον θεωρούσε απαράδεκτο»

(Κοτζιάς Α., Μεταπολεμικοί πεζογράφοι, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1982 , σσ. 44-45).

Ο Ιωάννου στα πεζογραφήματά του αισθάνεται την ελευθερία να κινείται ανάμεσα

στο παραδοσιακό διήγημα και στη συνειρμική καταγραφή των σκέψεών του, που

παραπέμπει σε εσωτερικό μονόλογο, καθώς αυτό το είδος γραφής του παρέχει τη

δυνατότητα να δημιουργήσει τη σχέση που επιθυμεί με τους αναγνώστες του. Ο

Ιωάννου διαλύει την ψευδαίσθηση του απρόσωπου αφηγητή και απευθύνει την

ιστορία του άμεσα στον αναγνώστη, ενισχύοντας την αίσθηση οικειότητας που

αποπνέουν τα κείμενά του. Σκοπός του συγγραφέα δεν είναι η επιστροφή στις δομές

των μυθοπλαστικών διηγημάτων, σκοπός του είναι η απόδοση εικόνων από την

πραγματική ζωή, με μια παράλληλη διαπραγμάτευση των δρώμενων από το

συγγραφέα κάθε φορά που αισθάνεται την ανάγκη να σχολιάσει μια κατάσταση, να

αποσαφηνίσει ένα συμβάν ή απλώς κάθε φορά που συνειρμικά η σκέψη του

κατευθύνεται σε μια άλλη ιδέα ή ένα άλλο γεγονός. Ο συγγραφέας διηγείται τις

ιστορίες του σα να μιλά πρόσωπο με πρόσωπο με τον εκάστοτε αποδέκτη και δε

διστάζει να απομακρυνθεί χρονικά και τοπικά από το διηγούμενο γεγονός, αν

πιστεύει ότι αυτό που θέλει να συμπληρώσει θα προσφέρει κάτι χρήσιμο ή

ενδιαφέρον στην ιστορία του.

Τα πεζογραφήματα του Ιωάννου δεν έχουν συνοχή και σπάνια ακολουθούν μια

γραμμική ή σχεδόν γραμμική αφήγηση. Συνήθως δίνονται με αναδρομικές αφηγήσεις

και με συχνές παρεκβάσεις, καθώς ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται τόσο για την

αφήγηση ενός γεγονότος όσο για τη μετάδοση ενός συναισθήματος. Ο Ιωάννου θέλει

να μεταφέρει στον αναγνώστη το συναισθηματικό κλίμα που επικρατούσε την εποχή

όπου εκτυλίσσεται η διηγούμενη ιστορία, μιας και αυτό βοηθά περισσότερο τον

αναγνώστη να κατανοήσει τις ειδικές συνθήκες που καθοδήγησαν τις πράξεις του

ήρωα.

Στο πεζογράφημα του Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι» μπορούμε να διακρίνουμε σε

ό,τι αφορά την ιστορία της ανώνυμης Τουρκάλας, ίχνη παραδοσιακού διηγήματος,

υπό την έννοια ότι ο συγγραφέας επιλέγει και ακολουθεί ένα κεντρικό πρόσωπο.

Βέβαια, ο Ιωάννου κι εδώ διαφοροποιείται από τους παραδοσιακούς

διηγηματογράφους καθώς εμπλουτίζει τη διήγησή του με μια παρέκβαση σχετικά με

τις αλλαγές που γίνονται στη γενέτειρά του και παράλληλα αντί να επικεντρωθεί σ’

ένα σημαντικό γεγονός για τη ζωή της ηρωίδας του, επικεντρώνεται και αποδίδει

ουσιαστικά το συναίσθημα της νοσταλγίας που διατρέχει τη ζωή της από τη στιγμή

που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη. Το πεζογράφημά του δεν έχει

πλοκή κι εξέλιξη, όπως τα παραδοσιακά διηγήματα, εφόσον αυτό που ενδιαφέρει το

συγγραφέα είναι να αναδείξει τη συναισθηματική κατάσταση της ηρωίδας και όχι να

δημιουργήσει μια ιστορία που να προκαλεί αγωνία στον αναγνώστη για το τι θα

συμβεί στη συνέχεια. Παιδί προσφύγων ο Ιωάννου αναγνωρίζει και σέβεται τον πόνο

των προσφύγων ανεξάρτητα από την εθνικότητα του πρόσφυγα, γιατί ο πόνος είναι

κοινός και ξεπερνά τις εθνικές διαφορές που ελάχιστα ενδιαφέρουν τους απλούς

ανθρώπους.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το πεζογράφημα «Μες στους προσφυγικούς

συνοικισμούς» το οποίο αποτελεί έναν εκτενή εσωτερικό μονόλογο, με στοιχεία

σχολιασμού της σύγχρονης κοινωνίας. Ο συγγραφέας εδώ αποδεσμεύεται τελείως

από τον κεντρικό μύθο του διηγήματος και προχωρά στη σύνθεση ενός κειμένου

σχετικά με τη ζωή των προσφύγων. Οι παππούδες του Ιωάννου είχαν φύγει από την

Ανατολική Θράκη πολύ προτού ξεκινήσουν τα μεγάλα κύματα προσφύγων, γι’ αυτό

και η οικογένειά του δεν έμεινε ποτέ σε κάποιον από τους συνοικισμούς που

δημιουργήθηκαν ειδικά για την εγκατάσταση των προσφύγων. Ο Ιωάννου επομένως

είναι ένας από τους διεσπαρμένους πρόσφυγες εφόσον δεν μένει μαζί με τους

υπόλοιπους κι αυτό του στερεί τη δυνατότητα να συμμετάσχει στο συναισθηματικό

δέσιμο που κρατά ενωμένους τους πρόσφυγες των συνοικισμών. Το κείμενο αυτό δεν

μπορεί βέβαια χαρακτηριστεί διήγημα, εφόσον δεν έχει κάποια κεντρική ιστορία και

δεν ακολουθεί την ιστορία κάποιου ήρωα. Είναι περισσότερο μια καταγραφή των

συναισθημάτων και των σκέψεων του συγγραφέα, ο οποίος αναγκάζεται να ζει σε μια

απρόσωπη πόλη όπου οι άνθρωποι δεν θέλουν πια να έχουν καμία σχέση μεταξύ τους.

Η μοναξιά του συγγραφέα είναι αυτή που του υπαγορεύει τις συχνές επισκέψεις

στους συνοικισμούς των προσφύγων κι είναι αυτή παράλληλα που τον ωθεί να

επιδιώξει την ταύτιση μαζί τους. Εφόσον ο Ιωάννου δεν μπορεί να ταυτιστεί με τους

αδιάφορους κατοίκους της πόλης, τουλάχιστον μπορεί να αισθάνεται την οικειότητα

του αίματος που τον ενώνει με τους άλλους πρόσφυγες.

4. Τα πεζογραφήματα του Ιωάννου θεωρήθηκαν ως μια φυλετική και ιστορική συνείδηση της πόλης του, της Θεσσαλονίκης. Σε ποια από τα πεζογραφήματα που ανθολογούνται στο βιβλίο σας μπορείτε να το εντοπίσετε αυτό;

Ο Γιώργος Ιωάννου έχοντας γεννηθεί και μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη, ανέπτυξε μια

ιδιαίτερη αγάπη για την πόλη του και φρόντισε να την τιμήσει στο έργο του,

καθιστώντας τη το βασικό χώρο όπου διαδραματίζονται οι ιστορίες του. Ο

συγγραφέας περιγράφει στα πεζογραφήματά του την πόλη του αναδεικνύοντας

σημαντικές περιοχές και μνημεία της, παραθέτει στοιχεία για την ιστορία της ενώ

παράλληλα μας δίνει πληροφορίες και για τους κατοίκους, τονίζοντας έτσι την

πλούσια φυλετική σύστασή της. Η Θεσσαλονίκη υπήρξε τόπος υποδοχής πολλών

προσφύγων, γεγονός που συνέβαλε στον εμπλουτισμό της με ανθρώπους από

διάφορες περιοχές των Βαλκανίων και της Ανατολής. Πρόσφυγες, άλλωστε, ήταν και

οι γονείς του Ιωάννου, οι οποίοι είχαν έρθει σε νεαρή ηλικία από την Ανατολική

Θράκη.

Στα πεζογραφήματα του Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι» και «Μες στους

Προσφυγικούς Συνοικισμούς», μπορούμε να εντοπίσουμε πληθώρα αναφορών

σχετικών με τη φυλετική σύσταση της Θεσσαλονίκης, καθώς και για την ιστορία της.

Στο πρώτο από αυτά ο συγγραφέας μέσα από την ιστορία της Τουρκάλας που

επισκέπτεται το σπίτι της οικογένειάς του, βρίσκει την ευκαιρία να υπενθυμίσει ότι

προτού γίνει η ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στα δύο κράτη, υπήρχαν πολλοί

Τούρκοι που είχαν γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη και τη θεωρούσαν πατρίδα τους. Ο

Ιωάννου φωτίζει με το κείμενό του αυτό το δράμα της ανταλλαγής από την πλευρά

των Τούρκων που αναγκάστηκαν, όπως και οι Έλληνες της Θράκης, να

εγκαταλείψουν τις περιοχές όπου γεννήθηκαν. Παράλληλα, ο Ιωάννου μας

υπενθυμίζει ότι ο Κεμάλ Ατατούρκ, ο ιδρυτής της τουρκικής δημοκρατίας, είχε

γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη (1880) και ότι το πατρικό σπίτι του αποτελεί προσκύνημα

για τους Τούρκους που επισκέπτονται την πόλη.

Στο διήγημα «Στου Κεμάλ το Σπίτι», ο Ιωάννου αναφέρεται επίσης στο Δεύτερο

Παγκόσμιο Πόλεμο και ειδικότερα στο βομβαρδισμό της Θεσσαλονίκης από τους

Ιταλούς κατά το πρώτο έτος του πολέμου. Η πόλη του συγγραφέα θα υποστεί τις

καταστροφικές συνέπειες του πολέμου και στην πορεία θα μπει σε μια διαδικασία

ανοικοδόμησης που δε θα ευχαριστήσει ιδιαίτερα τον Ιωάννου, καθώς οι

πολυκατοικίες που θα πάρουν τη θέση των παλαιότερων σπιτιών θα αλλοιώσουν την

εικόνα της πόλης του.

Στο πεζογράφημα «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς» ο Ιωάννου καταγράφει

τις διάφορες περιοχές από τις οποίες έχουν έρθει οι πρόσφυγες της Θεσσαλονίκης και

με ιδιαίτερο ενθουσιασμό αναλογίζεται το πλούσιο παρελθόν που φέρνουν μαζί τους

οι άνθρωποι αυτοί που κατάγονται από σημαντικές ιστορικές φυλές. Έλληνες από τον

Πόντο, τη Μικρά Ασία, τον Καύκασο, την Κωνσταντινούπολη, τη Ρωμυλία και από

διάφορες άλλες περιοχές, από τους οποίους πολλοί αντλούν την καταγωγή τους από

τις αρχαίες φυλές της Θράκης, της Φρυγίας και της Λυδίας, έχουν έρθει στη

Θεσσαλονίκη εμπλουτίζοντας τη φυλετική ποικιλία της πόλης. Ο Ιωάννου έχοντας

σπουδάσει στο Ιστορικό-Αρχαιολογικό της Φιλοσοφικής Θεσσαλονίκης, διαθέτει τις

γνώσεις εκείνες που του επιτρέπουν να ακολουθήσει την ιστορική πορεία των

ανθρώπων αυτών και να εκτιμήσει τις μνήμες και τις παραδόσεις που κοσμούν την

ιστορία κάθε φυλής.

Το πεζογράφημα αυτό προϋποθέτει σημαντικά ιστορικά γεγονότα, τα οποία ο

αναγνώστης θα πρέπει να έχει υπόψη του για να κατανοήσει την ύπαρξη τόσων

προσφύγων στη Θεσσαλονίκη. Η ένταση που προκάλεσαν αρχικά οι Βαλκανικοί

Πόλεμοι (1912-13), η ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και τη

Βουλγαρία με βάση τη Συνθήκη του Νεϊγύ (27-11-1919) αλλά και η ανταλλαγή

πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία με τη Συνθήκη της Λωζάνης (24-

7-1923) που ακολούθησε την καταστροφή της Σμύρνης, αποτελούν τις βασικές αιτίες

όπου εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις ιδιαίτερες

πατρίδες τους στην Ανατολή και την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και να έρθουν

στην Ελλάδα.

Επίσης, στο πεζογράφημα αυτό δε θα πρέπει να μας διαφεύγει η αναφορά του

Ιωάννου στον εμφύλιο πόλεμο και τη μετανάστευση που ακολούθησε, δύο ιστορικές

πληγές που τον ενοχλούν και τον πληγώνουν πάρα πολύ. «Κι όμως τα τελευταία

χρόνια έχουν κάνει το παν για να σκορπίσει η ομορφιά αυτή στους τέσσερις ανέμους.

Οι εγκληματίες των γραφείων εκμεταλλεύτηκαν τη ζωηράδα τους και την αγνότητά

τους. Τους εξώθησαν να σφάξουν και να σφαχτούν∙ να φαγωθούν ιδίως μεταξύ τους.

Τώρα φυσικά τους τρέμουν και προσπαθούν να τους ξεφορτωθούν με τη

μετανάστευση. Πολύ αργά, νομίζω.».

5. «Η αφηγηματική ύλη των πεζογραφημάτων του Ιωάννου «θησαυρίστηκε» με δύο κυρίως «όργανα»: τη μνήμη και την παρατήρηση». Με τη βοήθεια των πεζογραφημάτων που ανθολογούνται στις Σελίδες να προσπαθήσετε να διακρίνετε τι «θυμάται» και τι «παρατηρεί» συνήθως ο συγγραφέας.

Δρουκόπουλος Α., Γιώργος Ιωάννου, Ένας οδηγός για την ανάγνωση του έργου του,

Αθήνα 1992, σσ. 162-164: «Η μνήμη του αφηγητή είναι κατάφορτη από γεγονότα και

πρόσωπα… […] είναι τόσο κυριαρχική επάνω του, ώστε εύκολα το περιεχόμενο της

μνήμης με το συνειρμό, υποκαθίσταται στην παρούσα πραγματικότητα. Τα γεγονότα

του παρελθόντος είναι παρόντα· αυτή είναι και η ευαισθησία του αφηγητή…[…] Η

παρατήρηση είναι το άλλο μέσον του αφηγητή με το οποίο «θησαυρίζει» την ύλη που

έχει αποθέσει στα πεζογραφήματα ο Ιωάννου. Με την παρατήρηση το πεζογράφημα

παίρνει τη μορφή της αφήγησης του συγκεκριμένου».

Ο Ιωάννου στα διηγήματά του επιστρέφει επίμονα στο παρελθόν για να καταγράψει

τις μνήμες της παιδικής και της νεανικής του ηλικίας. Γεγονότα ιστορικά ή της

καθημερινότητας, πρόσωπα και συναισθήματα είναι τα στοιχεία που συνήθως

ανακαλεί από την πλούσια σε απρόσμενες αλλαγές ζωή του. Ο συγγραφέας δε

διστάζει να αναπλάσει γεγονότα ακόμη κι από την παιδική του ηλικία, τα οποία είτε

τα θυμάται ο ίδιος αποσπασματικά είτε αντλεί το υλικό του από τις διηγήσεις των

μεγαλύτερων.

Παράλληλα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μνήμη του Ιωάννου εμπλουτίζεται από την

τάση που έχει να παρατηρεί αδιάκοπα και με μεγάλη προσοχή όσα συμβαίνουν γύρω

του. Εκείνο που συνήθως έλκει την προσοχή του συγγραφέα είναι οι άνθρωποι και οι

ιδιαίτεροι τρόποι που έχουν να αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα, ενώ σημαντικό

αντικείμενο παρατήρησης είναι και η πόλη του. Ο Ιωάννου κινείται στη Θεσσαλονίκη

από μικρό παιδί και παρατηρεί με ενδιαφέρον τόσο τους κατοίκους της όσο και τις

διάφορες τοποθεσίες της γενέτειράς του.

Στο πεζογράφημα «Στου Κεμάλ το Σπίτι» τα γεγονότα που αναφέρονται στις

επισκέψεις της Τουρκάλας ξεκινούν από τη στιγμή που ο συγγραφέας ήταν εννέα

ετών. Ο Ιωάννου μοιάζει να θυμάται με λεπτομέρειες τη συμπεριφορά και τις

αντιδράσεις της Τουρκάλας, γεγονός που υποδηλώνει ότι η άγνωστη αυτή γυναίκα

είχε τραβήξει την προσοχή του μικρού τότε συγγραφέα. Στο κείμενο αυτό μπορούμε

να διαπιστώσουμε την αξία που έχουν για τον Ιωάννου οι άνθρωποι και με πόση

προσοχή παρατηρεί τις πράξεις και τις αντιδράσεις τους. Κάθε μικρή κίνηση, κάθε

χειρονομία και αντίδραση της Τουρκάλας, που κρύβουν βέβαια την έντονη

συγκίνηση που βιώνει η γυναίκα αυτή καθώς επιστρέφει στο σπίτι όπου γεννήθηκε,

αποτελούν πολύτιμα στοιχεία για το συγγραφέα ο οποίος τα διαφυλάσσει στη μνήμη

του και πολλά χρόνια μετά τα καταγράφει, σε μια προσπάθεια να τονίσει ότι ο πόνος

και η νοσταλγία δεν έχουν εθνικότητα.

Στο πεζογράφημα «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς» ο Ιωάννου μας

αποκαλύπτει ότι του αρέσει να παρατηρεί τους ανθρώπους και πως μπορεί, μάλιστα,

από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε ανθρώπου να αναγνωρίζει τον τόπο

καταγωγής του. Σε μια πόλη, όπως είναι η Θεσσαλονίκη, όπου έχουν συγκεντρωθεί

άνθρωποι από πάρα πολλές περιοχές, ο συγγραφέας μπορεί να διακρίνει τα

χαρακτηριστικά της κάθε φυλής και να εντοπίσει από ποια περιοχή κατάγεται

καθένας τους. Αυτό δείχνει πόσο πολύ ενδιαφέρεται ο Ιωάννου για τους ανθρώπους

και πόσο πολύ του αρέσει να τους παρατηρεί και να κάνει νοητικά ταξίδια,

ακολουθώντας τις ιστορικές διαδρομές που κρύβει το αίμα κάθε ανθρώπου.

Επιπλέον, στο ίδιο πεζογράφημα βρίσκουμε τις παρατηρήσεις του συγγραφέα σχετικά

με τον τρόπο ζωής των σύγχρονων ανθρώπων και την ενόχλησή του σχετικά με την

απρόσωπη και αδιάφορη κοινωνία που επιχειρούν να δημιουργήσουν. Ο συγγραφέας

δε μένει κλεισμένος στις δικές του προσωπικές διαδρομές, παρατηρεί τους

ανθρώπους γύρω του και προβληματίζεται με τη διαφαινόμενη τάση των ανθρώπων

της μεγαλούπολης να ενδιαφέρονται μόνο για τα προσωπικά τους ζητήματα και να

μπλοκάρουν κάθε επικοινωνία με τους συνανθρώπους τους. «Ο ένας αποφεύγει τον

άλλο, όσο μπορεί. Μα κι αν τύχει και σου μιλήσουνε, κρύβουν συνήθως τα

πραγματικά τους στοιχεία σα να ‘ναι τίποτε κακοποιοί.».

Δομή του κειμένου, επαλήθευση ή διάψευση μιας κρίσης με βάση το κείμενο, εκφραστικά μέσα και τρόποι του κειμένου (υφολογική διερεύνηση, αφηγηματικές λειτουργίες, επιλογές του δημιουργού σε διάφορα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης):

1. Ποιες εικόνες της καθημερινής ζωής αποτελούν την αφόρμηση του πεζογραφήματος; Ποιο είναι το θεματικό του κέντρο;

Ο αφηγητής βρίσκεται σ’ ένα καφενείο κάποιου προσφυγικού συνοικισμού της

Θεσσαλονίκης και κοιτάζει τα παιδιά του συνοικισμού που παίζουν μπάλα, ενώ

παράλληλα πλησιάζει η ώρα που θα σχολάσουν από τη δουλειά τους οι μεγάλοι και

θα αρχίσουν να καταφτάνουν κι αυτοί στην περιοχή για να γυρίσουν στα σπίτια τους.

Τα παιδιά που παίζουν και οι μεγάλοι που επιστρέφουν κουρασμένοι από τη δουλειά

αποτελούν τις εικόνες που δίνουν την αφορμή στον αφηγητή για να μας παρουσιάσει

τις σκέψεις του, καθώς τόσο τα παιδιά όσο και οι μεγάλοι αποτελούν μέλη της

κοινότητας των προσφύγων. Ο αφηγητής παρατηρεί τους ρυθμούς που ακολουθεί η

ζωή στους προσφυγικούς συνοικισμούς και βλέπει τους ανθρώπους των συνοικισμών

που έχουν διατηρήσει τα στοιχεία της καταγωγής τους τόσο στην εμφάνισή τους όσο

και στις μεταξύ τους σχέσεις και αισθάνεται αποκομμένος από τους δεσμούς που

κρατούν τόσο αρμονικά σ’ επαφή τους πρόσφυγες των συνοικισμών.

Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι παρόλο που ο Ιωάννου ήταν παιδί προσφύγων,

δεν κατοικούσε σε κάποιον συνοικισμό γιατί οι δικοί του είχαν έρθει στη

Θεσσαλονίκη προτού γίνουν οι μεγάλες μετακινήσεις των πληθυσμών. Ο Ιωάννου

δεν κατοικεί επομένως σε κάποιον από τους συνοικισμούς και γι’ αυτό εντάσσει τον

εαυτό του στους διεσπαρμένους, σ’ αυτούς δηλαδή τους πρόσφυγες που κατοικούν σε

διάφορα μέρη της πόλης και όχι κοντά στους υπόλοιπους που έχουν συγκεντρωθεί σε

συνοικισμούς.

2. Θα μπορούσατε να χαρακτηρίσετε το συγκεκριμένο αφήγημα ως μια μικρογραφία της καθημερινότητας και του περίγυρου; Να αιτιολογήσετε τη γνώμη σας.

Η τάση του Ιωάννου να εστιάζει την προσοχή του στα γεγονότα της

καθημερινότητας, και η φροντίδα του για την ανάδειξη των απλών ανθρώπων ως

πρωταγωνιστών στα κείμενά του, είναι έκδηλη και στο παρόν πεζογράφημα. Η

αφήγηση μας δίνει εικόνες από τη ζωή στους προσφυγικούς συνοικισμούς, αλλά και

από τα κεντρικότερα σημεία της πόλης, διατηρώντας όμως σταθερά το ενδιαφέρον

του αφηγητή επικεντρωμένο στην απόδοση της καθημερινότητας. Ο αφηγητής δεν

αναζητά το εντυπωσιακό ούτε το σπουδαίο, παρατηρεί τους απλούς ανθρώπους,

ανατρέχει στην ιστορία της καταγωγής τους και προβληματίζεται με την αποξένωση

που επικρατεί στις κεντρικές περιοχές της πόλης. Μα περισσότερο γοητεύεται από τη

ζωή στους απομονωμένους συνοικισμούς, οι οποίοι ενδεχομένως στα μάτια

οποιουδήποτε άλλου να μοιάζουν με μη προνομιούχες συνοικίες, αλλά στα μάτια του

αφηγητή συγκεντρώνουν την ουσία της ζωής. Δέσιμο μεταξύ των ανθρώπων,

οικειότητα, κοινή καταγωγή, κοινές μνήμες και το κυριότερο μια διάθεση για

συμπόρευση που δεν υπάρχει στις «καλές» περιοχές της πόλης. Ο αφηγητής θαυμάζει

την ικανότητα των προσφύγων να διατηρούν αλώβητη την ανθρωπιά τους και γι’

αυτό τους αφιερώνει τις σελίδες του πεζογραφήματός του, θέλοντας να αναδείξει

πόση ομορφιά και πόση ζεστασιά μπορεί να βρει κανείς σ’ αυτούς του

υποβαθμισμένους συνοικισμούς, όπου όμως οι άνθρωποι δεν έχουν ξεχάσει να ζουν

μαζί και να μοιράζονται τις χαρές και τις πίκρες τους.

3. Ο συγγραφέας αρέσκεται στην περιγραφή του συγκεκριμένου, ενδιαφέρεται για τη λεπτομέρεια. Σε ποια σημεία του κειμένου χρησιμοποιείται εντονότερα αυτή η τεχνική;

Η ιδιαίτερη φροντίδα του Ιωάννου για τη λεπτομέρεια και το συγκεκριμένο γίνεται

εμφανής στις αναφορές που κάνει ο συγγραφέας στους πρόσφυγες. Όπως μας εξηγεί

στο κείμενό του, έχει τόσο εξασκηθεί στην αναγνώριση των προσφύγων, προφανώς

μέσα από τη συνεχή παρατήρησή τους, ώστε μπορεί να τους αναγνωρίσει έστω κι από

μια γραμμή του σώματός τους. «Όπου κι αν είμαι, τον Πόντιο, ας πούμε, τον

διακρίνω από μακριά∙ κι από μια γραμμή του κορμιού του μονάχα.» Ο Ιωάννου,

όντας κι ο ίδιος πρόσφυγας, αισθάνεται μια στενή σχέση με τους πρόσφυγες της

Θεσσαλονίκης, γι’ αυτό κι έχει ασχοληθεί πολύ με τους τόπους προέλευσής τους και

με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε φυλής. Μπορεί από το χρώμα των μαλλιών

τους, από το σχήμα του προσώπου τους, από το σώμα ή την ομιλία τους, να

αναγνωρίσει τον τόπο καταγωγή τους. Τη δυνατότητά του αυτή, που αποκαλύπτει το

ενδιαφέρον του για τη λεπτομέρεια, την αποδεικνύει ο Ιωάννου αναφέροντας μία

προς μία τις φυλές των προσφύγων καθώς και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έχει η

καθεμία από αυτές.

4. Να βρείτε μερικά από τα εκφραστικά μέσα / τρόπους του κειμένου που επιτρέπουν να χαρακτηρίσουμε τη γραφή του συγγραφέα ευαίσθητη, αλλά όχι μελοδραματική.

Ο Ιωάννου παρά το γεγονός ότι έχει ζήσει σε πολύ τραγικές περιόδους της ελληνικής

ιστορίας κι έχει βιώσει πολλές τραυματικές εμπειρίες, δεν αφήνει ποτέ το

συναισθηματισμό του να ξεπέσει σε μελοδραματισμό. Ο συγγραφέας αυτός γνωρίζει

καλά τι σημαίνει πόνος, εντούτοις διατηρεί πάντοτε την αποστασιοποίηση εκείνη που

του επιτρέπει να μιλά ακόμη και για τις πιο προσωπικές του πληγές, χωρίς να χάνει

τον έλεγχο των συναισθημάτων του. Αποστασιοποίηση, χιούμορ και σαφής επίγνωση

πως η ζωή κρύβει πολλή δυστυχία, είναι τα στοιχεία που επιτρέπουν στον Ιωάννου να

μην αφήνεται έρμαιο των συναισθημάτων του.

Γι’ αυτό και στο πεζογράφημα που, πέρα από τις επιμέρους θεματικές, ουσιαστικά

αποτελεί την καταγραφή της μοναξιάς που βιώνει ο συγγραφέας, δε βρίσκουμε

συναισθηματικές εξάρσεις, έστω κι αν πρόκειται για μια κατάσταση που πραγματικά

πληγώνει το συγγραφέα. Παρά την κυριαρχία του θέματος των προσφύγων, η

αληθινή διάσταση του πεζογραφήματος είναι το παράπονο ενός ανθρώπου που

αισθάνεται μόνος του κι αποζητά μια ομάδα στην οποία να μπορέσει να ενταχθεί και

ο ίδιος, ώστε να μην είναι πλέον «ολομόναχος, ξένος παντάξενος».

Ο συγγραφέας βρίσκεται στο καφενείο παρατηρώντας τους πρόσφυγες κι αισθάνεται

αποκομμένος γιατί κι αυτός είναι πρόσφυγας, αλλά δεν ανήκει κι ούτε το εντάσσουν

στην κλειστή κοινωνία τους οι άλλοι πρόσφυγες.

Ο συγγραφέας περπατά στους δρόμους όπου όλοι οι άνθρωποι κινούνται βιαστικά,

γελούν, μιλάνε, μα κανείς δεν ενδιαφέρεται για την ύπαρξη εκείνου του μοναχικού

ανθρώπου, που όταν σκόπιμα σταματά να κινείται, το ποτάμι των ανθρώπων απλώς

τον προσπερνά.

Ο συγγραφέας ζει ξένος, ανάμεσα σε ξένους, στις πολυκατοικίες και στις γειτονιές

όπου ένας δεν ξέρει και δε θέλει να γνωρίσει τον άλλο, κι αυτό τον πληγώνει. Γι’

αυτό κι εύχεται να μπορούσε κι εκείνος να ζει σε κάποιον από τους συνοικισμούς των

προσφύγων, ώστε να ανήκει κι αυτός σε μια ομάδα ανθρώπων και να μην είναι πια

μόνος του.

Η ανάγκη που αισθάνεται ο συγγραφέας να εντοπίσει συνεκτικούς δεσμούς με τους

άλλους ανθρώπους, η ανάγκη του να απομακρύνει τη μοναξιά από τη ζωή του,

διατρέχουν το κείμενό του και δείχνουν την ευαισθησία της γραφής του.

«Ακούς εκείνες τις φωνές με τη ζεστή προφορά και σου ‘ρχεται ν’ αγκαλιάσεις» Ο

συγγραφέας νιώθει μια ιδιαίτερη επαφή με τους πρόσφυγες της πόλης του, μα δεν

καταγράφει το συναίσθημα αυτό σε πρώτο πρόσωπο, χρησιμοποιεί δεύτερο πρόσωπο,

αποδίδοντας τις δικές του σκέψεις σε κάποιο άλλο πρόσωπο -σε κάθε άλλο πρόσωπο-

μιας και με το σχήμα αυτό της προβολής ο συγγραφέας θέλει να δώσει καθολική αξία

στα συναισθήματά του.

«Ονόματα από σβησμένους τάχα λαούς και χώρες δειλιάζουν μέσα στο νου» Με την

προσωποποίηση των ονομάτων των αρχαίων λαών -τα ονόματα δειλιάζουν-, ο

συγγραφέας θέλει να δείξει την ένταση με την οποία αισθάνεται μέσα του την επαφή

με τους ανθρώπους που συναντά και με την ιστορία που κουβαλά καθένας απ’ αυτούς

στο αίμα του.

«μεθώ μονάχα και που τα λέω από μέσα μου, καθώς ολοένα βεβαιώνομαι» Με τη

μεταφορική χρήση του ρήματος μεθώ, ο συγγραφέας θέλει να δείξει πόσο βαθιά

συγκινείται από την αίσθηση ότι συναντά απογόνους αρχαίων και ένδοξων φυλών, οι

οποίοι χωρίς καν να το γνωρίζουν συνεχίζουν μια μακραίωνη ιστορία.

«Κάτι σα ζεστό κύμα με σκεπάζει ξαφνικά, θαρρείς και γύρισα επιτέλους στην

πατρίδα» Η παρομοίωση: σα ζεστό κύμα, χρησιμοποιείται για να εκφράσει με

έμφαση το αίσθημα οικειότητας που πλημμυρίζει το συγγραφέα, κάθε φορά που

έρχεται σε επαφή με άλλους πρόσφυγες.

«Τους πληροφορεί το αίμα τους για μένα, όπως και το δικό μου με κάνει να τους

κατέχω ολόκληρους» Η προσωποποίηση του αίματος λειτουργεί ώστε να δοθεί με

ενάργεια η δύναμη του συνεκτικού δεσμού που υπάρχει μεταξύ των προσφύγων, δε

χρειάζεται να γνωρίζουν ο ένας τον άλλο για να αισθανθούν την κοινή τους μοίρα και

καταγωγή.

Εντούτοις, παρά την κοινή καταγωγή οι άλλοι πρόσφυγες ποτέ δεν επιμένουν να

κρατήσουν το συγγραφέα στις παρέες του κι αυτός συνεχίζει τη μοναχική του πορεία.

«Ολομόναχος, ξένος παντάξενος, χάνομαι στις μεγάλες αρτηρίες.» Ο συγγραφέας

δηλώνει τη μοναξιά του και το αίσθημα της αποξένωσης με την επανάληψη της λέξης

ξένος, χρησιμοποιώντας την επιτατική της μορφή στη δεύτερη αναφορά της

«παντάξενος».

«Ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια σα να κυκλοφορούν.» Με την παρομοίωση αυτή, ο

συγγραφέας παρουσιάζει τη συνεχή κίνηση των ανθρώπων, οι οποίοι αδιάφοροι ο

ένας για τον άλλο, αποξενωμένοι, βρίσκονται σε μια διαρκή κίνηση που δε σταματά

για κανένα λόγο.

«Σταματώ πολλές φορές στη μέση του πεζοδρομίου, κι όπως το κούτσουρο που κόβει

το νερό, έτσι περιστρέφονται γύρω μου οι διαβάτες.» Ο συγγραφέας νιώθοντας την

αδιαφορία των ανθρώπων, πολλές φορές σταματά να περπατά για να διαπιστώσει την

αντίδρασή τους και συνειδητοποιεί ότι τον προσπερνούν, όπως το νερό προσπερνά

ένα κούτσουρο που μπαίνει στη μέση της πορείας του. Με τον παραλληλισμό που

κάνει ο συγγραφέας σχετικά με το κούτσουρο, θέλει να δείξει παραστατικά την

αδιάκοπη κίνηση των ανθρώπων που δεν αισθάνονται πλέον την ανάγκη να

σταματήσουν για να δουν τι συμβαίνει με το συνάνθρωπό τους. Η μοναξιά και η

αποξένωση έχει κατακλύσει την πόλη.

«Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς» Ο συγγραφέας με την

επανάληψη της λέξης ξένος εκφράζει το κυρίαρχο συναίσθημα στη ζωή του, καθώς

αισθάνεται πως πλέον δεν υπάρχει καμία ουσιαστική επαφή με τους ανθρώπους γύρω

του.

«Τουλάχιστο, ας ήμουν σ’ ένα προσφυγικό συνοικισμό με ανθρώπους της ράτσας μου

τριγύρω.» Η ευχή με την οποία κλείνει το κείμενό του ο Ιωάννου ολοκληρώνει το

σχήμα κύκλου του διηγήματος, επανερχόμαστε δηλαδή στην επιθυμία του συγγραφέα

να βρίσκεται στους προσφυγικούς συνοικισμούς, και παράλληλα αποκαλύπτει τη

μεγάλη ανάγκη του συγγραφέα να μπορέσει κι αυτός να βρεθεί σε μια ομάδα

ανθρώπων, όπως αυτή που έχουν σχηματίσει οι άλλοι πρόσφυγες, στην οποία να

μπορέσει να ενταχθεί, να σχηματίσει παρόμοια δυνατούς συναισθηματικούς δεσμούς

και να πάψει πλέον να είναι μόνος του.

5. Ο συγγραφέας κινείται ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς κόσμους: εκείνον της πόλης και εκείνον των προσφύγων. Πώς περιγράφει τον καθένα από αυτούς; Ποιες αντιθέσεις μπορείτε να εντοπίσετε στα χαρακτηριστικά τους;

Στους προσφυγικούς συνοικισμούς η ζωή κινείται σε πιο ανθρώπινους ρυθμούς,

καθώς τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα να παίζουν στους ανοιχτούς χώρους και οι

μεγαλύτεροι μαζεύονται στα καφενεία, όπου μπορούν να βιώνουν την οικειότητα που

τους προσφέρει η κοινή τους μοίρα. Το δέσιμο μεταξύ των προσφύγων είναι έντονο,

μιας και οι άνθρωποι αυτοί, έστω κι αν έχουν συγκεντρωθεί εκεί από διάφορα μέρη

του ελληνισμού, τουλάχιστον αναγνωρίζουν μεταξύ τους την κοινή τους πορεία.

Συνυπάρχουν αρμονικά και διατηρούν σταθερά τα στοιχεία που χαρακτήριζαν τη ζωή

τους στον τόπο της καταγωγή τους, έχουν ακόμη συναίσθηση της ανθρωπιάς τους κι

αυτό μας το παρουσιάζει ο συγγραφέας όταν τους βλέπει να τον χαιρετούν, χωρίς να

παραξενεύονται για την εκεί παρουσία του, παρόλο που τους είναι ξένος.

Αντίθετα, στην πόλη η ζωή κινείται με φρενήρης ρυθμούς και οι άνθρωποι

αδιαφορούν ο ένας για τον άλλο, παρά το γεγονός ότι κινούνται πλάι – πλάι στους

ίδιους δρόμους και στις ίδιες πολυκατοικίες. Όταν ο συγγραφέας σταματά να περπατά

στο πεζοδρόμιο που βρίσκεται, κανείς δε σταματά για να τον ρωτήσει αν του

συμβαίνει κάτι, όλοι τον προσπερνούν αδιάφορα. Ο Ιωάννου βιώνει έντονα αυτή την

αποξένωση ακόμη και στο χώρο όπου ζει, καθώς ακόμη και τους ανθρώπους με τους

οποίους συγκατοικεί δεν τους γνωρίζει. Άνθρωποι που κατοικούν στην ίδια

πολυκατοικία, που τους χωρίζει μια πόρτα, δεν γνωρίζονται μεταξύ τους και δεν

έχουν καμία διάθεση να γνωριστούν.

Η ζωή στην πόλη μοιάζει απάνθρωπη στο συγγραφέα και του δημιουργεί την

αίσθηση ότι οι άνθρωποι εκεί έχουν ξεχάσει πια τι σημαίνει να συνυπάρχεις μ’

ενδιαφέρον και αγάπη για το συνάνθρωπό σου. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να

κρύβουν τον εαυτό τους και τις πράξεις τους από τους ανθρώπους γύρω τους.

Βρίσκονται στις πόλεις για να χάνονται, μιας και η νέα μορφή της μοναξιάς θέλει

τους ανθρώπους να είναι περισσότερο μόνοι τους στις πιο πυκνοκατοικημένες

περιοχές. Όσο περισσότεροι άνθρωποι υπάρχουν σε μια πόλη, τόσο μεγαλύτερη είναι

η μοναξιά, αλλά και η ανωνυμία που επιτρέπει στους ανθρώπους να επιδίδονται στις

πιο παράδοξες και κάποτε παράνομες πράξεις.

Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο συγγραφέας στις περιγραφές που δίνει για

τους προσφυγικούς συνοικισμούς αφιερώνει μεγάλο μέρος του κειμένου του στο να

περιγράψει τα χαρακτηριστικά κάθε φυλής που συνθέτει τους πλούσιους πολιτισμικά

συνοικισμούς, καθώς και την οικειότητα που αισθάνεται με αυτούς τους ανθρώπους.

Αντιθέτως, όταν αναφέρεται στην πόλη, οι άνθρωποι γίνονται ένα ανώνυμο ποτάμι

προσώπων που κινείται διαρκώς, χωρίς να δημιουργεί την ανάγκη στο συγγραφέα να

επικεντρωθεί χωριστά σε κάποιον από αυτούς τους ανθρώπους. Οι κάτοικοι της

πόλης είναι πολλοί, απρόσωποι και αδιάφοροι τόσο για τον συγγραφέα, όσο και

μεταξύ τους.

6. Η δομή της αφήγησης είναι κυκλική και το κεντρικό θέμα της αφήγησης παρουσιάζεται αδιάσπαστο. Πώς διαπιστώνεται αυτό;

Το θέμα του πεζογραφήματος είναι η ζωή στους προσφυγικούς συνοικισμούς, όπου οι

άνθρωποι διατηρούν στενούς δεσμούς μεταξύ τους, καθώς και η έντονη επιθυμία του

συγγραφέα να ζούσε κι εκείνος σ’ έναν προσφυγικό συνοικισμό, ώστε να μετείχε κι

αυτός στο κλίμα ανθρωπιάς και αρμονικής συνύπαρξης. Ο Ιωάννου νιώθει εντελώς

μόνος του και αποξενωμένος ζώντας στην πόλη, όπου οι άνθρωποι αδιαφορούν ο

ένας για τον άλλο, γι’ αυτό και συνηθίζει να πηγαίνει στους συνοικισμούς, όπου

μπορεί να παρατηρεί πώς ζουν οι άλλοι πρόσφυγες.

Η κυκλική αφήγηση στο πεζογράφημα επιτυγχάνεται με την επαναφορά του θέματος

της επιθυμίας του συγγραφέα να ζούσε σ’ έναν προσφυγικό συνοικισμό, με την

ανάλογη ευχή που κάνει στο κλείσιμο του κειμένου. Το κείμενο επομένως αρχίζει με

το συγγραφέα να βρίσκεται σ’ ένα καφενείο ενός προσφυγικού συνοικισμού, όπου

παρατηρεί με θαυμασμό τους ανθρώπους που ζουν εκεί, και κλείνει με τον

συγγραφέα να εύχεται να ζούσε κι αυτός μαζί τους.

Το κεντρικό θέμα επομένως του κειμένου, η μοναξιά του συγγραφέα και η επιθυμία

του να μετείχε στην ζεστή συνύπαρξη των άλλων προσφύγων, διατρέχει σταθερά όλο

το κείμενο και εμφανίζεται αδιάσπαστο με την επαναφορά του στο κλείσιμο του

κειμένου.

7. Πιστεύετε ότι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση δίνει εξατομικευμένο χαρακτήρα στις παρατηρήσεις και στις απόψεις του αφηγητή; Να δικαιολογήσετε τη θέση σας.

Ο Ιωάννου στα κείμενά του καταγράφει μνήμες, βιώματα και σκέψεις που αφορούν

όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και πολλούς άλλους ανθρώπους που βρίσκονται σε παρόμοια

θέση ή έχουν παρόμοιες εμπειρίες. Ο συγγραφέας, άλλωστε, δεν καταγράφει το

εντυπωσιακό και το ασυνήθιστο, προτιμά την αναζήτηση των προβλημάτων που

αγγίζουν τη ζωή των απλών καθημερινών ανθρώπων. Χαρακτηριστικό, μάλιστα, της

διάθεσής του να εκφράζει με τα κείμενά του τις σκέψεις και τα συναισθήματα πολλών

ανθρώπων, είναι το γεγονός ότι ακόμη και στα κείμενά του όπου υπάρχουν ήρωες και

πλοκή, οι ήρωές του μένουν συνήθως ανώνυμοι, επιτρέποντας την ταύτιση του

αναγνώστη με οποιοδήποτε πρόσωπο της ιστορίας. Ο Ιωάννου όταν μας αφηγείται

μια ιστορία δεν επιδιώκει να μας δώσει την ιστορία ενός συγκεκριμένου προσώπου,

επιχειρεί να αναφερθεί σε κάτι που έχει απασχολήσει πολλούς ανθρώπους είτε αυτό

είναι η μοναξιά είτε ο πόνος της προσφυγιάς είτε οποιοδήποτε άλλο θέμα επιλέγει ο

συγγραφέας.

Στο πεζογράφημα «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς», όπου ο Ιωάννου δεν

αφηγείται κάποια ιστορία, αλλά μας παραθέτει τις απόψεις του για το πώς είναι η ζωή

στις κοινωνίες των προσφύγων και πώς στην απρόσωπη πόλη, το θέμα που καλύπτει

δεν αφορά μόνο τις προσωπικές σκέψεις του αφηγητή, αφορά κι εκφράζει τις απόψεις

πολλών ανθρώπων. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση επομένως δε μας δημιουργεί την

αίσθηση της εξατομίκευσης καθώς οι παρατηρήσεις του συγγραφέα είναι, ως ένα

βαθμό, κοινή εμπειρία και των αναγνωστών. Η απρόσωπη ζωή στις πόλεις, η

αδιαφορία των ανθρώπων για τους συνανθρώπους τους, αλλά και η μοναξιά που

βιώνει ο συγγραφέας, αποτελούν διαπιστώσεις και συναισθήματα που

αντικατοπτρίζουν το αίσθημα που έχουν αποκομίσει πολλοί άνθρωποι από τη ζωή

τους στην πόλη.

8. Χαρακτηριστικό αρκετών πεζογραφημάτων του Ιωάννου είναι ο μικροπερίοδος λόγος και η απλή καθημερινή γλώσσα. Να επισημάνετε στο εξεταζόμενο αφήγημα χωρία που επαληθεύουν την παραπάνω άποψη.

Βασικό στοιχείο των πεζογραφημάτων του Ιωάννου αποτελεί η απλότητα των

εκφραστικών μέσων, που καθιστά το λόγο του εύληπτο και προσιτό στους

αναγνώστες. Ο Ιωάννου προτιμά να χρησιμοποιεί απλή γλώσσα και να διατυπώνει τις

σκέψεις του σε σύντομες περιόδους, δημιουργώντας έτσι μια γραφή που διευκολύνει

την πρόσληψη των εκφραζόμενων νοημάτων. Ο μικροπερίοδος λόγος επομένως

κυριαρχεί στα κείμενά του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι, όποτε αυτό χρειάζεται, ο

συγγραφέας δεν εκτείνει το λόγο του για να εξυπηρετήσει την έκφρασή του.

Σύντομες περίοδοι με απλή καθημερινή γλώσσα, είναι τα δομικά υλικά με τα οποία ο

Ιωάννου δημιουργεί το έργο του, κατορθώνοντας έτσι να ενισχύσει την οικειότητα

που δημιουργεί εν γένει το ύφος του και οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις του.

«Στέκομαι και κοιτάζω τα παιδιά∙ παίζουνε μπάλα. Κάθομαι στο ορισμένο καφενείο∙

σε λίγο θα σχολάσουν και θ’ αρχίσουν να καταφτάνουν οι μεγάλοι. Κουρασμένοι απ’

τη δουλειά, είναι πολύ πιο αληθινοί. Οι περισσότεροι γεννήθηκαν εδώ σ’ αυτή την

πόλη, όπως κι εγώ.»

«Οι ίδιοι δεν ξέρουν βέβαια αυτά τα ονόματα∙ για μένα όμως είναι φορτωμένα

μυστήριο και αγάπη. Κι αν ακόμα δεν είναι, πολύ θα ήθελα να ήταν έτσι η αλήθεια.»

«Τους εξώθησαν να σφάξουν και να σφαχτούν∙ να φαγωθούν, ιδίως μεταξύ τους.

Τώρα φυσικά τους τρέμουν και προσπαθούν να τους ξεφορτωθούν με τη

μετανάστευση. Πολύ αργά νομίζω.»

«Εγώ όμως από τώρα είμαι βαριά παραπονεμένος. Μέσα στους ξένους και στα ξένα

πράγματα ζω διαρκώς∙ στα έτοιμα και στα νοικιασμένα.»

Σχολιασμός ή σύντομη ανάπτυξη χωρίων του κειμένου:

1. Ποιες παρατηρήσεις κάνει στην πρώτη παράγραφο του πεζογραφήματος ο συγγραφέας; Ποιες σκέψεις διατυπώνει;

Ο συγγραφέας βρίσκεται σε κάποιο καφενείο ενός προσφυγικού συνοικισμού και

παρατηρεί τα παιδιά των προσφύγων αλλά και τους ενήλικες πρόσφυγες την ώρα που

επιστρέφουν από τη δουλειά. Το ενδιαφέρον του Ιωάννου για τους πρόσφυγες είναι

δεδομένο μιας κι ο ίδιος είναι παιδί προσφύγων και αισθάνεται πως όλους τους

πρόσφυγες του ενώνει η κοινή μοίρα και τα κοινά βιώματα. Παρατηρεί, επομένως, με

ενδιαφέρον τους ανθρώπους αυτούς και θεωρεί πως έτσι όπως επιστρέφουν από τη

δουλειά κουρασμένοι, φαίνονται πιο αληθινοί, καθώς η κούραση στο πρόσωπό τους

αναδεικνύει καλύτερα την κοπιώδη πορεία που πέρασαν όλοι οι πρόσφυγες μέχρι να

ενταχθούν στην τοπική κοινωνία. Η κούραση και η ταλαιπωρία έχουν σημαδέψει τις

ζωές των προσφύγων, οι οποίοι έζησαν για πολλά χρόνια ένα συνεχή αγώνα μέχρι να

κατορθώσουν να χτίσουν τις ζωές τους από το μηδέν.

Ο Ιωάννου, βέβαια, όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι στους συνοικισμούς έχουν

γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη, καθώς είναι παιδιά προσφύγων και δεν έχουν οι ίδιοι

βιώσει την εμπειρία της προσφυγιάς. Έχουν ζήσει, όμως, τα χρόνια της φτώχιας και

της πάλης των γονιών τους για τη δημιουργία μιας σταθερής ζωής.

Εκείνο που ο συγγραφέας βρίσκει ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι

πρόσφυγες και τα παιδιά τους που μεγάλωσαν στους προσφυγικούς συνοικισμούς

έχουν διατηρήσει αλώβητα τα χαρακτηριστικά της φυλής τους, τόσο τα εξωτερικά

όσο και τα στοιχεία του ήθους και του χαρακτήρα τους. Παρέμειναν, δηλαδή, πιο

γνήσιοι σε σχέση με τους διεσπαρμένους πρόσφυγες, όπως είναι και ο Ιωάννου, οι

οποίοι βρίσκονται σε διάφορα σημεία της πόλης και δε ζουν μαζί με τους υπόλοιπους

στους συνοικισμούς. Πέρα από τους πρόσφυγες που ήρθαν μαζικά από τα μέρη της

Τουρκίας με την ανταλλαγή των πληθυσμών κι εγκαταστάθηκαν από το ελληνικό

κράτος σε συνοικισμούς, υπάρχουν και πρόσφυγες, όπως οι γονείς του Ιωάννου, που

είχαν έρθει νωρίτερα, όταν κατά καιρούς δημιουργούνταν ένταση ανάμεσα στους

Έλληνες και τις τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις.

Ενώ, λοιπόν, οι πρόσφυγες που ζουν διασκορπισμένοι σε διάφορα σημεία της πόλης

έχουν χάσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της φυλής τους κι έχουν αφομοιωθεί σε

μεγαλύτερο βαθμό με τον ντόπιο πληθυσμό, οι πρόσφυγες που ζουν στους

συνοικισμούς έχουν διατηρήσει τα ιδιαίτερα στοιχεία της ταυτότητάς τους κι έχουν

παραμείνει περισσότερο αγνοί. Η ζωή των προσφύγων στους συνοικισμούς διατηρεί

τη ζεστασιά της ανθρώπινης επαφής, σε αντίθεση με την απρόσωπη και αδιάφορη

συνύπαρξη των ανθρώπων στις πόλεις.

Ο συγγραφέας, μάλιστα, σχολιάζει ότι οι πρόσφυγες όταν τους συναντά σε άλλες

περιοχές και σε άλλους χώρους του φαίνονται διαφορετικοί, υπό την έννοια ότι

πουθενά αλλού δεν αισθάνονται την άνεση και την ασφάλεια που νιώθουν στους

συνοικισμούς μαζί με τους συμπατριώτες τους. Έτσι, ενώ στα πλαίσια των

συνοικισμών οι πρόσφυγες νιώθουν ελεύθεροι να εκφραστούν και να είναι απλά ο

εαυτός τους, όταν βρίσκονται αλλού είναι σαφώς πιο συγκρατημένοι και διστακτικοί,

γι’ αυτό και ο συγγραφέας τους θεωρεί πιο γνήσιους όταν βρίσκονται στους

συνοικισμούς.

2. Ο αφηγητής νιώθει την ανάγκη να βρίσκεται ανάμεσα στους πρόσφυγες. Πώς ερμηνεύει ο ίδιος αυτή του τη λαχτάρα; Πώς την κατανοείτε εσείς;

Ο συγγραφέας, όντας παιδί προσφύγων, αισθάνεται πως όταν βρίσκεται μαζί με τους

άλλους πρόσφυγες έρχεται σ’ επαφή με άτομα που ανήκουν στην ίδια φυλή μ’

εκείνον. Νιώθει ότι μεταξύ τους υπάρχει ένας στενός δεσμός, ένας δεσμός αίματος

που τους φέρνει κοντά, καθώς έχουν όλοι τους μια κοινή καταγωγή, μια κοινή

ιστορία και μια παρόμοια πορεία. Η συνύπαρξη με τους άλλους πρόσφυγες

προσφέρει στο συγγραφέα μια πολύτιμη αίσθηση οικειότητας που δεν την έχει με

άλλους ανθρώπους και παράλληλα του δημιουργεί το αίσθημα της επιστροφής στην

πατρίδα του (την Ανατολική Θράκη). «Χαίρομαι να κοιτάζω τις αδρές και τίμιες

φυσιογνωμίες τους, κι ανατριχιάζω βαθιά, όταν σκέφτομαι πώς αυτός που μου μιλά

είναι δικός μου άνθρωπος, της φυλής μου.»

Έχει σημασία να διευκρινίσουμε ότι οι σπουδές του Ιωάννου στο Ιστορικό

Αρχαιολογικό της Φιλοσοφικής Σχολής στη Θεσσαλονίκη, του παρέχουν τη

δυνατότητα να γνωρίζει αρκετά για την ιστορία των διαφόρων φυλών που έχουν

συγκεντρωθεί στην πόλη του, αλλά και για την ιστορία των περιοχών που

κατοικούσαν οι πρόσφυγες προτού εκδιωχθούν. Οι ίδιοι οι πρόσφυγες δεν έχουν,

συχνά, καμία ιδέα για το ποιες φυλές έζησαν και άκμασαν στα μέρη από τα οποία

ήρθαν, κι αυτό το αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας, ο οποίος εντούτοις ενθουσιάζεται

στη σκέψη και μόνο ότι κάποιοι από αυτούς τους πρόσφυγες ενδέχεται να είναι

μακρινοί απόγονοι των αρχαίων φυλών.

Πέρα από τη συγκίνηση που δημιουργείται στο συγγραφέα όταν βρίσκεται μαζί με

τους άλλους πρόσφυγες και πέρα από τη μεγάλη εκτίμηση που έχει για την ιστορία

και την ιδιαίτερη κληρονομιά που έχει κάθε επιμέρους φυλή των προσφύγων, θα

πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ένας βασικός λόγος που οδηγεί το συγγραφέα στους

προσφυγικούς συνοικισμούς είναι η μοναξιά που αισθάνεται. Ο Ιωάννου ζώντας στο

κέντρο της πόλης, νιώθει ότι είναι μόνος του και τελείως αποξενωμένος από τους

άλλους ανθρώπους. Έχει επομένως την ανάγκη να βρεθεί με ανθρώπους με τους

οποίους να μπορεί να αισθανθεί μια άνεση και μια οικειότητα, κι αυτό πιστεύει ότι θα

μπορούσε να το έχει αν ζούσε κι εκείνος σε κάποιο συνοικισμό μαζί με άλλους

πρόσφυγες.

3. «Θαρρείς και γύρισα επιτέλους στην πατρίδα»: Σε ποια επιστροφή αναφέρεται μ’ αυτά τα λόγια ο αφηγητής;

Η οικογένεια του Ιωάννου είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη από την Ανατολική Θράκη

και παρόλο που ο συγγραφέας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, μεγάλωσε ακούγοντας

ιστορίες για την αγαπημένη πατρίδα. Ενώ, δηλαδή, ο ίδιος δεν είχε ζήσει τον πόνο της

προσφυγιάς και δεν είχε γνωρίσει τα μέρη καταγωγής του, είχε πάντοτε την αίσθηση

ότι η πραγματική του πατρίδα ήταν η Ανατολική Θράκη. Ερχόμενος, επομένως, σ’

επαφή με ανθρώπους που κατάγονται από τα ίδια μέρη αισθάνεται ξαφνικά μια

οικειότητα τέτοια που τον κάνει να νιώθει πως γύρισε επιτέλους στην πατρίδα. Δεν

πρόκειται βέβαια για κυριολεκτική επιστροφή, αλλά για ένα αίσθημα ισχυρού δεσμού

που ενώνει τους ανθρώπους που προέρχονται από το ίδιο μέρος, κι αυτό το αίσθημα

είναι πολύτιμο για το συγγραφέα. Νιώθει ότι επιτέλους βρίσκεται ανάμεσα σε δικούς

του ανθρώπους και πως οι άνθρωποι αυτοί εκπροσωπούν με τον καλύτερο δυνατό

τρόπο την πατρίδα του.

«Κάτι σα ζεστό κύμα με σκεπάζει ξαφνικά, θαρρείς και γύρισα επιτέλους στην

πατρίδα. Δεν έχει σημασία που δε γνώρισα ποτέ αυτή την πατρίδα ή που δε

γεννήθηκα καν εκεί. Το αίμα μου από κει μονάχα τραβάει.» Ο συγγραφέας

αισθάνεται ότι με τον τόπο καταγωγής του, αλλά και με τους ανθρώπους που έχουν

κοινή καταγωγή, τον ενώνουν ισχυροί δεσμοί αίματος, γι’ αυτό και παρά το γεγονός

ότι δε γνωρίζει στην πραγματικότητα τα μέρη της Ανατολικής Θράκης, νιώθει πως

όταν είναι μαζί με τους πρόσφυγες από τα μέρη εκείνα, έρχεται σ’ επαφή με την

πατρίδα του.

Είναι ενδιαφέρον πάντως το γεγονός ότι ο συγγραφέας δεν ένιωθε πάντοτε τόσο

δεμένος με τον τόπο καταγωγής του, καθώς όταν ήταν μικρός αντιδρούσε στην

προφανή λατρεία που έδειχναν οι δικοί του για την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Στο

διήγημα «Η μόνη κληρονομιά» ο συγγραφέας μας αποκαλύπτει τις σκέψεις που έκανε

μικρότερος για την εξιδανίκευση της Ανατολικής Θράκης.

«Τώρα που έχουν πεθάνει όλες οι γριές, γιαγιάδες και παραγιαγιάδες, τώρα βρήκαν

να ξεφυτρώσουν μέσα μου ένα σωρό απορίες βαθιές για πρόσωπα και πράγματα

παλιά και για πάντα σβησμένα. Όσο ζούσαν εκείνες, δεν ξέρω γιατί, σχεδόν τίποτα

δεν ήθελα να ρωτήσω. Η αλήθεια είναι πως κι οι ίδιες δεν έδειχναν προθυμία να μου

τα πουν. Τυχαία μόνο τις άκουγα να λένε μεταξύ τους για τους προγόνους και τα

παλιά, σαν τις κυρίευε η νοσταλγία και το παράπονο για τη βασανισμένη ζωή, που

τους ήταν γραμμένο να κάνουνε στα στερνά τους στην προσφυγιά. Αυτό σχεδόν με

εξόργιζε. Θαρρούσα πως κατηγορούσαν πλάγια τις συνθήκες ζωής που είχαμε

εξασφαλίσει. Άνοιγα τότε το στόμα μου κι εγώ κι αράδιαζα αστόχαστα διάφορα

πράγματα πικρά και περιγελαστικά για τα πρωτόγονα, όπως νόμιζα, μέρη απ’ όπου

είχαμε ξεριζωθεί άγρια. Εκείνες όμως διαμαρτύρονταν σφοδρά, φέρνοντας στο φως,

απάνω στην αγανάκτησή τους, περιγραφές που έδειχναν μια ζωή πολύ ανώτερη, και

προπαντός ευγενικότερη, απ’ αυτήν της ρωμέικιας κοινωνίας, όπου βουρλιζόμαστε

ανελέητα, χωρίς ανάπαυλα, όλοι.»

4. Πώς αντιμετώπισε τους πρόσφυγες ο γηγενής πληθυσμός; Ποιο μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα θίγεται έμμεσα εδώ;

«Κι όμως τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει το παν για να σκορπίσει η ομορφιά αυτή

στους τέσσερεις ανέμους. Οι εγκληματίες των γραφείων εκμεταλλεύτηκαν τη

ζωηράδα τους και την αγνότητά τους. Τους εξώθησαν να σφάξουν και να σφαχτούν∙

να φαγωθούν, ιδίως μεταξύ τους. Τώρα φυσικά τους τρέμουν και προσπαθούν να

τους ξεφορτωθούν με τη μετανάστευση. Πολύ αργά νομίζω.»

Ο Ιωάννου έχοντας γνωρίσει από την πορεία της οικογένειάς του τις δυσκολίες που

υπήρξαν στο να ενσωματωθούν οι πρόσφυγες στην ελληνική κοινωνία, είναι

ιδιαίτερα ευαίσθητος στο πώς η Ελλάδα αντιμετώπισε τους χιλιάδες αυτούς

ανθρώπους. Πέρα από τις δυσκολίες της αρχικής εγκατάστασής τους και πέρα από

τους άθλους των προσφύγων μέχρι να ενταχθούν στο εργατικό δυναμικό της χώρας, ο

συγγραφέας είναι εξαιρετικά ενοχλημένος από την εκμετάλλευση της ζωτικότητας

των προσφύγων σε μικροσυμφέροντα αλλά και σε εσωτερικές συγκρούσεις εξουσίας

της χώρας.

Οι πρόσφυγες είχαν την ατυχία να ζήσουν σημαντικά ιστορικά γεγονότα (Πρώτος

Παγκόσμιος Πόλεμος – Καταστροφή της Σμύρνης – Ανταλλαγή Πληθυσμών) και να

εμπλακούν αργότερα οι ίδιοι αλλά και τα παιδιά τους, στους αγώνες του Δεύτερου

Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και του Εμφυλίου. Ιδιαίτερα για την εμπλοκή των

προσφύγων στον Εμφύλιο ο συγγραφέας θεωρεί υπεύθυνους τους ιθύνοντες της

χώρας, οι οποίοι μάλιστα είναι πολύ περισσότερο υπεύθυνοι για την πορεία που

ακολούθησε το κράτος στη συνέχεια, καθώς παρά τη μεγάλη οικονομική βοήθεια που

δέχτηκε για να βγει από το τέλμα που προέκυψε από τους συνεχείς πολέμους, οι

κρατούντες καρπώθηκαν το μεγαλύτερο μέρος το χρημάτων και η χώρα βρέθηκε στη

δίνη μιας ισχυρής οικονομικής κρίσης που οδήγησε πολλούς νέους ανθρώπους στη

μετανάστευση.

Η μοίρα των προσφύγων συγκινεί το συγγραφέα, ο οποίος θεωρεί απαράδεκτο το

γεγονός ότι η μητέρα – πατρίδα, βρήκε σ’ αυτούς πρόθυμο υλικό για να διεξάγει τους

εσωτερικούς αγώνες εξουσίας και στη συνέχεια τους εγκατέλειψε. Τα γεγονότα που

ακολούθησαν τον Εμφύλιο πόλεμο ενοχλούν ιδιαίτερα τον Ιωάννου, ο οποίος

αναφέρεται στα γεγονότα αυτά και στο πεζογράφημά του «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ»,

όπου παρακολουθεί την ιστορία μιας οικογένειας προσφύγων.

«Πήγαν στο στρατό∙ έσφιξαν τα δόντια, πολέμησαν τους κόκκινους, τους πράσινους,

τους κίτρινους, ό,τι τέλος πάντων τους είπαν οι ανώτεροί τους. Σαν τη γλίτωσαν

αποκεί, βγήκαν για δουλειά. Στο στρατό, ώσπου να τους κάνουν να πέσουν στη

φωτιά, τους έταζαν λαγούς με πετραχήλια. Τώρα δε γυρνούσε κανένας να τους δει.

Καταστάλαξαν στο καφενείο, που ακουμπάει στα τείχη, κι όλη μέρα έπαιζαν

χαρτάκια. Το καφενείο ήταν φίσκα από άνεργους, όχι μονάχα παλικάρια, αλλά και

μεγάλους ανθρώπους, πατεράδες με παιδιά.

Μόλις είχαν αρχίσει να υποψιάζονται τα στραβά και τ’ ανάποδα αυτού του τόπου κι

οι συζητήσεις στο καφενείο πήραν να γίνονται πιο ζουμερές, άνοιξαν οι δρόμοι για τη

μετανάστευση. Αυτά τα πράγματα δε συμβαίνουν ποτέ μονάχα σ’ ένα καφενείο.

Μάθαν οι άρπαγες την καταλαλιά, φοβήθηκαν πως η τόση εκμετάλλευση μπορούσε

να τους βγει ξινή κάποτε, κι αποφάσισαν να τους αμολήσουν.»

5. Να σχολιάσετε τις φράσεις: «Ονόματα από σβησμένους τάχα λαούς και χώρες, δειλιάζουν μέσα στο νου· Το αίμα μου από κει μονάχα τραβάει, … Τους πληροφορεί το αίμα τους για μένα, όπως και το δικό μου με κάνει να τους κατέχω ολόκληρους.»

«Ονόματα από σβησμένους τάχα λαούς και χώρες, δειλιάζουν μέσα στο νου» Ο

Ιωάννου με τη βαθιά γνώση της Ιστορίας του ελληνικού λαού, συγκινείται όταν σε

κάθε πρόσφυγα αναγνωρίζει κι ένα διαφορετικό τόπο καταγωγής και φέρνει στο

μυαλό του την πιθανότητα που υπάρχει οι πρόσφυγες αυτοί να είναι απόγονοι άλλων

αρχαίων φυλών. Ο Ιωάννου βλέπει σε κάθε πρόσφυγα τη συνέχεια κάποιου

σημαντικού πολιτισμού και θεωρεί πως οι αρχαίοι λαοί μπορεί να μην έχουν σβήσει,

μπορεί το αίμα τους να συνεχίζει να περνάει από γενιά σε γενιά. Οι πρόσφυγες που

έχουν έρθει από διάφορα μέρη της Ανατολής, παρόλο που οι ίδιοι δεν το γνωρίζουν

είχαν την τύχη να γεννηθούν και να μεγαλώσουν σε περιοχές που άκμασαν μεγάλοι

πολιτισμοί της αρχαιότητας. Το ταξίδι αυτό στην ιστορία των λαών προσφέρει μια

ιδιαίτερη χαρά στον Ιωάννου, ο οποίος βλέπει μια συνέχεια και μια συσχέτιση των

αρχαίων πολιτισμών, μια αδιάκοπη πορεία που συνεχίζεται χάρη στα στοιχεία που

περνούν από γενιά σε γενιά.

«Το αίμα μου από κει μονάχα τραβάει» Παρά το γεγονός ότι ο Ιωάννου δε γεννήθηκε

στην Ανατολική Θράκη, όπως οι γονείς και οι παππούδες του, αισθάνεται ωστόσο ότι

είναι άρρηκτα δεμένος με τα μέρη εκείνα. Ο τόπος καταγωγής του έχει ισχυρή

επίδραση στη διαμόρφωσή του μιας και το αίμα του, όλα τα κληρονομικά στοιχεία

που συνθέτουν την ιδιαίτερη υπόστασή του, προέρχονται από ανθρώπους που

γεννήθηκαν στην Ανατολική Θράκη. Ανεξάρτητα, επομένως, από το που γεννήθηκε ο

ίδιος, θεωρεί ότι η πατρίδα του, ο τόπος από τον οποίο αντλεί την καταγωγή του,

είναι ο τόπος όπου γεννήθηκαν οι δικοί του.

«Τους πληροφορεί το αίμα τους για μένα, όπως και το δικό μου με κάνει να τους

κατέχω ολόκληρους.» Ο Ιωάννου αισθάνεται ότι με τους ανθρώπους που κατάγονται

από τα ίδια μέρη έχει ένα στενό δεσμό, ο οποίος εντοπίζεται στο κοινό αίμα και στους

κοινούς προγόνους. Παρόλο που ο συγγραφέας δεν έχει γεννηθεί στη Θράκη,

εντούτοις έχει γεννηθεί και έχει μεγαλώσει από Θρακιώτες γονείς, γεγονός που

σημαίνει ότι ως προς τον τρόπο σκέψης και ανατροφής, βρίσκεται σε πλήρη αρμονία

με τους υπόλοιπους πρόσφυγες. Είναι κι αυτός Θρακιώτης γι’ αυτό κι αισθάνεται ότι

γνωρίζει πλήρως τους υπόλοιπους πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Για το

συγγραφέα επομένως ο διαφορετικός τόπος γέννησης δεν αποτελεί ικανό στοιχείο

διαχωρισμού από τους υπόλοιπους ανθρώπους της Θράκης, μιας και η ανατροφή του

έγινε με βάση τα θρακιώτικα έθιμα και τους θρακιώτικους τρόπους.

6. Να αποδώσετε σύντομα με δικά σας λόγια τη βασική εικόνα της παραγράφου: «Ολομόναχος, ξένος παντάξενος … παραπονιάρικο βόμβο». Πώς συνδέεται με το υπόλοιπο πεζογράφημα;

Ο αφηγητής όταν περπατάει στους μεγάλους δρόμους της πόλης βλέπει και ακούει

γύρω του να περπατάνε πάρα πολλοί άνθρωποι και συχνά σταματά στη μέση του

πεζοδρομίου, όπου διαπιστώνει ότι οι άνθρωποι τον προσπερνούν αδιάφοροι. Αντί να

σταματήσουν για λίγο, περνούν άλλοι δεξιά και άλλοι αριστερά του, συνεχίζοντας τη

βιαστική τους πορεία, προκαλώντας του την αίσθηση πως ίσως θα έπρεπε με κάποιο

τρόπο να μικρύνει την παρουσία του, να χαμηλώσει το κορμί του, για να μην

εμποδίζει το πέρασμα όλων αυτών των ανθρώπων.

Η εικόνα του πλήθους των ανθρώπων που προσπερνούν με αδιαφορία τον αφηγητή,

έρχεται να αναδείξει την αίσθηση της μοναξιάς που του δημιουργείται στα πλαίσια

της απρόσωπης μεγαλούπολης. Ο αφηγητής βιώνει την αλλοτρίωση των ανθρώπων,

την πλήρη αδιαφορία που δείχνουν ο ένας για τον άλλο παρόλο που περπατούν ο ένας

δίπλα στον άλλο, παρόλο που μένουν ο ένας δίπλα στον άλλο.

Η μοναξιά του αφηγητή και η ανάγκη του να αισθάνεται ότι ανήκει κάπου, ότι

αποτελεί μέρος ενός αρμονικού και δεμένου συνόλου, διατρέχει όλο το κείμενο κι

έρχεται να τονίσει την αντίθεση ανάμεσα στη ζωή των ανθρώπων στους

προσφυγικούς συνοικισμούς και στη ζωή των ανθρώπων στην απρόσωπη και

αποξενωμένη πόλη.

Το πεζογράφημα, άλλωστε, βασίζεται στην επιθυμία του αφηγητή να μπορούσε να ζει

κι αυτός μαζί με τους άλλους πρόσφυγες, καθώς εκεί δεν θα ένιωθε μόνος του και δε

θα βρισκόταν ανάμεσα σε ανθρώπους που αδιαφορούν τόσο πολύ για τους άλλους

ανθρώπους γύρω τους.

7. Ποιο είναι το παράπονο που εκφράζει ο αφηγητής στο τέλος του πεζογραφήματος και σε ποιο πρόβλημα των σύγχρονων πόλεων αναφέρεται;

Ο αφηγητής στο τέλος του πεζογραφήματος εκφράζει το παράπονό του σχετικά με

την αποξένωση που επικρατεί στις πόλεις και την τάση των ανθρώπων να αδιαφορούν

ο ένας για τον άλλο. Ενώ, παλιότερα οι άνθρωποι γνωρίζονταν μεταξύ τους -

τουλάχιστον στα πλαίσια της γειτονιάς- και έδειχναν έμπρακτο ενδιαφέρον ο ένας για

τον άλλο, τώρα πια, παρόλο που οι άνθρωποι ζουν ακόμη πιο κοντά -λόγω των

πολυκατοικιών- απομακρύνονται συναισθηματικά όλο και περισσότερο. Ο ένας

αποφεύγει τον άλλο, με αποτέλεσμα άνθρωποι που ζουν στο ίδιο κτίριο να μη

γνωρίζονται μεταξύ τους και το κυριότερο να μην ενδιαφέρονται καν να γνωριστούν.

Οι άνθρωποι προσπαθούν να κρύψουν την αλήθεια για τον εαυτό τους,

ανταλλάσσοντας μεταξύ τους τυπικές κουβέντες και αποφεύγοντας οποιαδήποτε

περαιτέρω επαφή με τους γείτονές τους.

Ο αφηγητής αντικρίζει την αποξένωσή αυτή με μεγάλη απογοήτευση, καθώς θεωρεί

ότι το να μη θέλεις να γνωριστείς με τους γύρω σου και το να κρύβεις τα πραγματικά

σου στοιχεία, μοιάζει με τακτική που θα ακολουθούσε ένας κακοποιός. Η απομόνωση

αυτή είναι σαν να θέλουν οι άνθρωποι να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, ώστε να

είναι ελεύθεροι να καταφεύγουν σε «αταξίες». Εντούτοις, η επικοινωνία με τους

άλλους ανθρώπους θα μπορούσε να προσφέρει μια καλύτερη ποιότητα ζωής, θα

μπορούσε να απαλύνει το αίσθημα της μοναξιάς και θα προσέφερε ένα

συναισθηματικό δέσιμο ικανό να χαρίσει περισσότερη άνεση στους ανθρώπους.

Ο αφηγητής παρατηρώντας από τη μία τους ανθρώπους στους προσφυγικούς

συνοικισμούς να συνυπάρχουν μεταξύ τους, κι από την άλλη τους ανθρώπους στην

πόλη να αποφεύγουν και να αδιαφορούν ο ένας για τον άλλο, αισθάνεται τη μοναξιά

του να κορυφώνεται κι εκφράζει την ευχή να μπορούσε κι αυτός να ζει στον τόπο

του, κοντά στους συγγενείς του, με το δικό του σπίτι, ή τουλάχιστον να μπορούσε να

βρίσκεται μαζί με τους άλλους πρόσφυγες στους συνοικισμούς.

Παραδείγματα εργασιών για το σπίτι:

1. Ο αφηγητής μοιάζει ενσωματωμένος περισσότερο στην κοινωνία των προσφύγων και λιγότερο στην κοινωνία της πόλης του. Σε ποια σημεία του κειμένου προβάλλεται περισσότερο, κατά τη γνώμη σας, αυτό; Πού πιστεύετε ότι οφείλεται;

Οι γονείς του Ιωάννου είναι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, γεγονός που του

δημιουργεί την πεποίθηση πως θα έπρεπε να βρίσκεται κι αυτός μαζί με τους άλλους

πρόσφυγες. Ο μόνος λόγος, άλλωστε, που δεν μεγάλωσε σε κάποιον προσφυγικό

συνοικισμό είναι το γεγονός ότι οι δικοί του ήρθαν στη Θεσσαλονίκη λίγα χρόνια

πριν γίνει η ανταλλαγή πληθυσμών και ξεκινήσει το μεγάλο κύμα προσφύγων. Σε

κάθε περίπτωση, πάντως, ο αφηγητής όντας παιδί προσφύγων αισθάνεται

περισσότερο οικείους τους πρόσφυγες απ’ ό,τι τους απρόσωπους και αδιάφορους

κατοίκους της πόλης.

«Κι όμως πόση συγκίνηση έχει να κοιτάζεις ή να συζητάς στα καφενεία και να

διαισθάνεσαι τη δική σου ή μια άλλη πανάρχαια ράτσα. Ακούς εκείνες τις φωνές με

τη ζεστή προφορά και σου ‘ρχεται ν’ αγκαλιάσεις.» Ο αφηγητής αισθάνεται κοντά

στους πρόσφυγες την οικειότητα εκείνη που χαρίζει η κοινή καταγωγή, αισθάνεται

τους ακατάλυτους δεσμούς αίματος και νιώθει τον εαυτό του κομμάτι της κοινωνίας

τους. Το δέσιμο άλλωστε και η ανθρώπινη επαφή και ζεστασιά που παρατηρεί στους

προσφυγικούς συνοικισμούς, είναι κάτι που λείπει από τη ζωή του και του

δημιουργείται η επιθυμία να βρίσκεται κι αυτός μαζί τους. «Τουλάχιστο, ας ήμουν σ’

ένα προσφυγικό συνοικισμό με ανθρώπους της ράτσας μου τριγύρω.»

Οι ήρεμοι ρυθμοί ζωής των προσφύγων, η συνεχής επικοινωνία που υπάρχει μεταξύ

τους, οι απλές κουβέντες στα καφενεία και η ανθρωπιά που χαρακτηρίζει τις μεταξύ

τους σχέσεις, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τους φρενήρεις ρυθμούς των κατοίκων

της πόλης και την πλήρη αποξένωση που υπάρχει ανάμεσά τους. «Σταματώ πολλές

φορές στη μέση του πεζοδρομίου, κι όπως το κούτσουρο που κόβει το νερό, έτσι

περιστρέφονται γύρω μου οι διαβάτες.», «Συγκατοικώ με ανθρώπους που αδιαφορούν

τελείως για μένα, κι εγώ γι’ αυτούς.» Ο Ιωάννου αδυνατεί να κατανοήσει την τάση

των ανθρώπων της πόλης να μη θέλουν να δημιουργήσουν σχέσεις μεταξύ τους, να

αποφεύγουν κάθε επικοινωνία και να προτιμούν να κινούνται αδιάφοροι μέσα σ’ ένα

απρόσωπο πλήθος.

Ο ίδιος, άλλωστε, αισθάνεται μόνος τους και το κυριότερο χωρίς να έχει κατορθώσει

να δημιουργήσει μια δική του οικογένεια κι ένα δικό του σπίτι, ώστε να έχει και η

δική του ζωή τα θεμέλια εκείνα που θα του χάριζαν την πολύτιμη αίσθηση ότι ανήκει

κάπου, ότι βρίσκεται μαζί με δικούς του ανθρώπους. «Εγώ όμως από τώρα είμαι

βαριά παραπονεμένος. Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς∙ στα

έτοιμα και στα ενοικιασμένα.» Εκείνο που επιθυμεί ο αφηγητής είναι να βρεθεί

ανάμεσα σε ανθρώπους που να τους αισθάνεται δικούς του, να αισθανθεί ότι αποκτά

και η δική του ζωή ρίζες και φυσικά να πάψει να είναι μόνος και ξένος ανάμεσα

στους άλλους ανθρώπους, γι’ αυτό και στο τέλος του πεζογραφήματος δηλώνει πως

ζηλεύει εκείνους που ζουν στον τόπο τους, στον τόπο που γεννήθηκαν, κι εκφράζει

την ευχή να μπορούσε τουλάχιστον να ζει σ’ έναν προσφυγικό συνοικισμό με

ανθρώπους της ράτσας του.

2. Ποια χαρακτηριστικά αποδίδει στους πρόσφυγες ο αφηγητής και ποια στους ανθρώπους των σύγχρονων πόλεων και στον πολιτισμό τους;

Οι πρόσφυγες, τους οποίους ο αφηγητής παρατηρεί διαρκώς με μεγάλη προσοχή,

έχουν διατηρήσει όχι μόνο τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους, αλλά και της ψυχής

τους. Είναι άνθρωποι που έχουν μείνει πιστοί στους παραδοσιακούς τρόπους

διαβίωσης, όπου όλοι οι άνθρωποι συνυπάρχουν αρμονικά, επικοινωνούν μεταξύ τους

και ο ένας ενδιαφέρεται για τον άλλο. Στα καφενεία, στις γειτονιές, οι άνθρωποι

συζητούν μεταξύ τους και διατηρούν στις σχέσεις τους τη ζεστασιά εκείνη που έχει

χαθεί πλήρως από τις σχέσεις των ανθρώπων που κατοικούν στις πόλεις.

Οι άνθρωποι των πόλεων αδιαφορούν ο ένας για τον άλλο, κι ενώ ζουν τόσο κοντά

μεταξύ τους, αποφεύγουν κάθε είδους επικοινωνίας και κρύβουν τα πραγματικά τους

στοιχεία από τους ανθρώπους γύρω τους, σαν να είναι κακοποιοί. Οι άνθρωποι στις

πόλεις είναι σαν να προτιμούν την έλλειψη επικοινωνίας, μόνο και μόνο για να

διατηρούν την ελευθερία που τους παρέχει η ανωνυμία να πράττουν και να ζουν όπως

θέλουν. Θυσιάζουν, δηλαδή, την ευκαιρία να δημιουργήσουν φιλικές σχέσεις με τους

ανθρώπους που ζουν δίπλα τους, προκειμένου να αισθάνονται απόλυτα ελεύθεροι να

κάνουν όποια απρέπεια θέλουν. Μια τακτική που έχει οδηγήσει τις πόλεις σ’ έναν

απρόσωπο και ψυχρό τρόπο διαβίωσης, όπου οι άνθρωποι αισθάνονται τελείως μόνοι

και αποξενωμένοι παρόλο που έχουν γύρω τους τόσους ανθρώπους.

3. «Το αίμα μου …όλη αυτή η λαχτάρα»: Να σχολιάσετε το απόσπασμα.

Ο Ιωάννου παρόλο που κατάγεται από την Ανατολική Θράκη, έχει γεννηθεί κι έχει

μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη, γεγονός που δεν του επιτρέπει απόλυτα να δηλώνει ότι

είναι Θρακιώτης. Ο ίδιος βέβαια αισθάνεται πως βρίσκεται σε πλήρη συγγένεια με

τους άλλους Θρακιώτες και πως ανήκει μ’ αυτούς, έστω κι αν δεν έχει γνωρίσει τον

τόπο αυτό. Ο προβληματισμός, επομένως, που παρουσιάζεται σ’ αυτό το απόσπασμα

είναι κατά πόσο η ταυτότητά μας ορίζεται από τον τόπο που καταγόμαστε ή από τον

τόπο στον οποίο γεννιόμαστε και μεγαλώνουμε. Είμαστε τελικά ό,τι τρώμε και

πίνουμε, είμαστε δηλαδή συνδεδεμένοι με τον τόπο στον οποίο έχουμε γεννηθεί και

ανατραφεί, ή ανήκουμε εκεί απ’ όπου κρατά το αίμα μας, δηλαδή από τον τόπο

καταγωγή μας;

Ο Ιωάννου πιστεύει πως η ζεστασιά που αισθάνεται όταν βρίσκεται κοντά στους

άλλους πρόσφυγες, δεν μπορεί παρά να εξηγηθεί από το γεγονός ότι οι ρίζες του

βρίσκονται στη Θράκη, στο ότι η καταγωγή του έλκεται από εκείνους τους τόπους.

Παρόλο που έχει μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη, το αίμα του και η σειρά των

προγόνων του, τον καθιστούν Θρακιώτη κι αυτό δικαιολογεί το ψυχικό δέσιμο που

αισθάνεται μαζί τους.

Βέβαια, η κοινή καταγωγή λειτουργεί ως συνεκτικός δεσμός μέχρι ενός σημείου,

καθώς ο αφηγητής δεν γνωρίζει την Ανατολική Θράκη, δεν έχει παραστάσεις και

βιώματα από εκείνον τον τόπο. Η προσωπικότητά του έχει διαμορφωθεί σε μεγάλο

βαθμό από την επίδραση που του έχει ασκήσει η ανατροφή του στη Θεσσαλονίκη και

οι μόνες εμπειρίες που έχει συνδέονται με την πόλη αυτή. Οπότε, παρά την έντονη

επιθυμία του να θεωρηθεί κι αυτός μέρος των άλλων προσφύγων, δεν μπορεί να

παραγνωρίσει το γεγονός ότι ο κοινός τόπος καταγωγής τους, του είναι ουσιαστικά

άγνωστός.

4. Ποια προβλήματα του «πολιτισμού» μας φέρνει στο προσκήνιο ο αφηγητής μέσα από τις παρατηρήσεις και τα παράπονα που εκφράζει στο πεζογράφημα;

Ο αφηγητής παρατηρώντας τον τρόπο που ζουν οι άνθρωποι στην πόλη, διαπιστώνει

μια σειρά προβλημάτων του σύγχρονου πολιτισμού, που έχουν τη βάση τους στο

γεγονός ότι οι άνθρωποι προτιμούν την αποξένωση και τη μοναξιά προκειμένου να

διατηρήσουν την ψευδαίσθηση ότι είναι ελεύθεροι να κάνουν ό,τι θέλουν, χωρίς να

ασχολούνται με το τι θα σκεφτούν ή θα σχολιάσουν οι άλλοι γύρω τους.

Οι άνθρωποι στις πόλεις μένουν απορροφημένοι στα δικά τους προβλήματα και

αδιαφορούν για τους άλλους ανθρώπους, τους οποίους βέβαια ούτε τους γνωρίζουν,

ούτε και θέλουν να τους γνωρίσουν. Παρόλο που οι άνθρωποι ζουν πιο κοντά από

ποτέ, παρόλο που οι γειτονιές είναι πιο πολυάριθμες από ποτέ, οι άνθρωποι δεν έχουν

καμία επιθυμία να γνωριστούν μεταξύ τους και να δημιουργήσουν φιλικές σχέσεις.

Αποφεύγουν ο ένας τον άλλο και στις σπάνιες φορές που θα χρειαστεί να μιλήσουν,

προτιμούν να μην αποκαλύψουν στο συνομιλητή την αλήθεια για τον εαυτό τους.

Η μοναξιά και η αποξένωση είναι τα κυρίαρχα στοιχεία του σύγχρονου πολιτισμού,

οδηγώντας τους ανθρώπους σε μια κατώτερη ποιότητα ζωής, από αυτή που θα

μπορούσαν να έχουν, αν διατηρούσαν τη ζεστασιά και το ειλικρινές ενδιαφέρον που

είχαν παλιότερα οι ανθρώπινες σχέσεις.

Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου

1. Τι νόημα προσδίδει ο αφηγητής στους όρους «πρόσφυγες», «ράτσα», «πατρίδα»; Πιστεύετε πως το ίδιο νοηματικό περιεχόμενο υφίσταται στις μέρες μας ή έχει τροποποιηθεί;

Πρόσφυγες, κατά τον αφηγητή, δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που εγκατέλειψαν δια της

βίας τις ιδιαίτερες πατρίδες τους, αλλά και τα παιδιά τους, τα οποία μπορεί να έχουν

γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη, αλλά δεν παύουν να αισθάνονται ότι ανήκουν στον τόπο

καταγωγή τους. Η προσφυγιά, πάντως, για τους Έλληνες είναι μια ξεχωριστή έννοια,

καθώς συνδέεται με τραγικά ιστορικά γεγονότα, όπως είναι φυσικά η καταστροφή της

Σμύρνης και η εξαναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών, που ξερίζωσε χιλιάδες

ανθρώπους από τα πατρογονικά εδάφη τους.

Παρόλο που οι μετακινήσεις των προσφύγων έγιναν από εδάφη με μακραίωνη

ελληνική παράδοση σε εδάφη που ανήκουν στο ελληνικό κράτος, ο πόνος που βίωσαν

υπήρξε τρομερός, καθώς αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις περιουσίες τους, τον

τόπο στον οποίο είχαν γεννηθεί κι εξαναγκάστηκαν να ξεκινήσουν τη ζωή τους από

την αρχή, χωρίς να έχουν τίποτε δικό τους, παρά μόνο την ανάγκη τους να

επιβιώσουν.

Ο όρος πρόσφυγας διατηρεί και σήμερα το ίδιο περιεχόμενο, αν και στα πλαίσια της

ελληνικής κοινωνίας, χαρακτηρίζουμε όλους τους ξένους μετανάστες -λέξη που

διατηρεί το στοιχείο της οικειοθελούς μετακίνησης- έστω κι αν κάποιοι από αυτούς

τους ανθρώπους ενδέχεται να έχουν εκδιωχθεί από τον τόπο τους.

Η λέξη ράτσα, παρόλο που σήμερα μπορεί να λαμβάνει μια αρνητική διάσταση λόγω

της συσχέτισής της με την έννοια του ρατσισμού, χρησιμοποιείται από τον αφηγητή

για να μιλήσει για ανθρώπους κοινής καταγωγής από διάφορα μέρη του ελληνικού

χώρου ή τόπων με έντονη ελληνική παράδοση. Όταν, για παράδειγμα, ο αφηγητής

αναφέρεται με συγκίνηση στους ανθρώπους που ανήκουν στη δική του ράτσα, μιλά

για εκείνους που έχουν καταγωγή από την Ανατολική Θράκη και με τους οποίους

αισθάνεται πως έχει κοινά χαρακτηριστικά και το κυριότερο έναν αδιάσπαστο δεσμό

που διατρέχει το αίμα τους, χάρη στη σειρά των κοινών προγόνων.

Η λέξη πατρίδα με τη σημερινή έννοια αναφέρεται στη χώρα καταγωγής ενός

ανθρώπου, κι ως εκ τούτου η Ελλάδα είναι η πατρίδα όλων των Ελλήνων. Στο

κείμενο, όμως, η λέξη αυτή έχει μια πιο ειδική διάσταση, καθώς αναφέρεται στον

συγκεκριμένο τόπο καταγωγής ενός ανθρώπου. Η πατρίδα του αφηγητή, υπό αυτή

την έννοια, είναι η Ανατολική Θράκη, μιας και από εκεί κατάγονται οι γονείς του. Ο

λόγος για τον οποίο γίνεται αυτή η διάκριση είναι το γεγονός ότι οι πρόσφυγες

προέρχονται από περιοχές που δεν ανήκουν πλέον στο ελληνικό κράτος. Οι

άνθρωποι, όμως, αυτοί δεν μπορούν παρά να θεωρούν πατρίδα τους τον τόπο στον

οποίο γεννήθηκαν, έστω κι αν ανήκει πλέον σε κάποιο άλλο κράτος. Η Ανατολική

Θράκη, για παράδειγμα, η ιδιαίτερη πατρίδα του αφηγητή, ανήκει στο τουρκικό

κράτος, όταν, επομένως, ο αφηγητής αναφέρεται στην πατρίδα του, δεν εννοεί φυσικά

την Τουρκία, αλλά τον συγκεκριμένο τόπο από τον οποίο κατάγεται και ο οποίος για

αιώνες είχε ισχυρή ελληνική παρουσία.

2. Στο κείμενο ο αφηγητής κινείται ανάμεσα σε δύο διαφορετικές ανθρώπινες κοινότητες: τους ανθρώπους της πόλης και τους πρόσφυγες. Πώς αντιμετωπίζει τους κόσμους αυτούς; (α΄ Ποια είναι εκείνα τα σημεία όπου αυτοβιογραφείται; β΄ Τι τον ωθεί να μιλά με συγκίνηση για επιστροφή «επιτέλους στην πατρίδα», ενώ βρίσκεται ήδη στον τόπο που γεννήθηκε;)

Ο αφηγητής αισθάνεται μεγαλύτερη συγγένεια με τον κόσμο των προσφύγων, παρόλο

που δεν κατοικεί μαζί τους, κι αυτό γιατί ανήκει και ο ίδιος σε οικογένεια

προσφύγων. Η επαφή που αισθάνεται ο Ιωάννου με τους άλλους πρόσφυγες

δηλώνεται σε αρκετά σημεία του κειμένου και αποτελεί μια ειλικρινή διατύπωση των

συναισθημάτων του. «Κι όμως πόση συγκίνηση έχει να κοιτάζεις ή να συζητάς στα

καφενεία και να διαισθάνεσαι τη δική σου ή μια άλλη πανάρχαια ράτσα. Ακούς

εκείνες τις φωνές με τη ζεστή προφορά και σου ‘ρχεται ν’ αγκαλιάσεις.» Ο αφηγητής

κάθε φορά που βρίσκεται στους προσφυγικούς συνοικισμούς αισθάνεται πως

βρίσκεται ανάμεσα σε δικούς του ανθρώπους, με τους οποίους έχει έναν ισχυρό

δεσμό, χάρη στην κοινή τους καταγωγή.

Ο Ιωάννου έχει βέβαια γεννηθεί και μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη, εντούτοις ο τόπος

καταγωγής του είναι η Ανατολική Θράκη και συχνά, όταν βρίσκεται με πρόσφυγες

από εκείνα τα μέρη, νιώθει μια ζεστασιά και μια οικειότητα, σαν να έχει επιστρέψει

στην πατρίδα του. Η διαπίστωση αυτή έρχεται να τονίσει βέβαια την αναμφισβήτητη

επαφή που υπάρχει ανάμεσα σε ανθρώπους κοινής καταγωγής, αλλά και την έντονη

συναισθηματική ανάγκη του αφηγητή να αισθανθεί πως ανήκει κάπου, πως είναι

μέρος μιας ομάδας, μιας κοινότητας. Το γεγονός, άλλωστε, ότι δεν έχει γεννηθεί στην

Ανατολική Θράκη, ούτε την έχει επισκεφτεί ποτέ, καθιστά την επαφή του με τους

από εκεί πρόσφυγες, μερική και όχι πλήρη. «Χαίρομαι να κοιτάζω τις αδρές και τίμιες

φυσιογνωμίες τους, κι ανατριχιάζω βαθιά, όταν σκέφτομαι πως αυτός που μου μιλά

είναι δικός μου άνθρωπος, της φυλής μου. Κάτι σα ζεστό κύμα με σκεπάζει ξαφνικά,

θαρρείς και γύρισα επιτέλους στην πατρίδα.»

Ο αφηγητής είναι ειλικρινής όταν εκφράζει το δυνατό αίσθημα οικειότητας που

νιώθει κάθε φορά που μιλά με ανθρώπους της φυλής του, καθώς όλοι του οι

πρόγονοι, όπως και οι γονείς του, προέρχονται από εκείνα τα μέρη, γεγονός που

καθιστά ξεκάθαρη την επαφή του με την Ανατολική Θράκη. Εντούτοις, ο αφηγητής

έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη, αποκομμένος από τους άλλους

πρόσφυγες, κι αυτό αποτελεί ένα σημαντικό εμπόδιο για την πλήρη επικοινωνία μαζί

τους. «Τους πληροφορεί το αίμα τους για μένα, όπως και το δικό μου με κάνει να

τους κατέχω ολόκληρους. Πάντως ποτέ τους δεν επιμένουν να με κρατήσουν στις

παρέες τους.»

Ο αφηγητής προχωρά σε ιδιαίτερα προσωπικές εκμυστηρεύσεις για τη ζωή του,

δηλώνοντας τη μοναξιά που χαρακτηρίζει τη ζωή του, αλλά και το παράπονό του για

το γεγονός ότι ποτέ δεν απέκτησε δικό του σπίτι και δεν κατόρθωσε να αποκτήσει

ουσιαστικές ρίζες στη ζωή του. «Ολομόναχος, ξένος παντάξενος, χάνομαι στις

μεγάλες αρτηρίες.», «Εγώ όμως από τώρα είμαι βαριά παραπονεμένος. Μέσα στους

ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς∙ στα έτοιμα και στα νοικιασμένα.

Συγκατοικώ με ανθρώπους που αδιαφορούν τελείως για μένα, κι εγώ γι’ αυτούς.»

3. Κατά πόσο στο παρόν πεζογράφημα βρίσκουν εφαρμογή τα λόγια του Νίκου Καζαντζάκη στην Ασκητική: Το πρώτο σου χρέος, εκτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει.

Τα λόγια του Καζαντζάκη προϋποθέτουν μια συνεχή και αδιάσπαστη επικοινωνία με

τη ράτσα, με τους προγόνους, αλλά και μια συνέχεια στη γραμμή του αίματος μέσα

από την απόκτηση απογόνων.

«Το πρώτο σου χρέος, εκτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα

σου όλους τους προγόνους»: Σε ό,τι αφορά το πρώτο χρέος διαπιστώνουμε πως ο

αφηγητής παρατηρεί, μελετά και γνωρίζει σε βάθος τα χαρακτηριστικά της ράτσας

του, ενώ παράλληλα γνωρίζει την ιστορία και τη συνέχεια τόσο του δικού του τόπου

όσο και των περιοχών απ’ όπου προέρχονται οι άλλοι πρόσφυγες. Ο αφηγητής

αισθάνεται μια ισχυρή επικοινωνία με τους ανθρώπους που προέρχονται από την

ιδιαίτερη πατρίδα του, τονίζοντας έτσι την ιδιαίτερη αξία που δίνει στην κοινή

καταγωγή και στους κοινούς προγόνους. Προκρίνει, μάλιστα, τη σημασία της

καταγωγής σε σχέση με τον τόπο γέννησης, καθώς αισθάνεται πως πατρίδα του είναι

η Ανατολική Θράκη.

«Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους»: Ο

αφηγητής αισθάνεται μεγάλη εκτίμηση για τους πρόσφυγες, τόσο για την ιστορία

τους, όσο και για την αγνότητα που χαρακτηρίζει την ψυχή τους. Οι πρόσφυγες

διατηρούν τους τρόπους της παραδοσιακής διαβίωσης και συνεχίζουν στους

συνοικισμούς που κατοικούν την ίδια αρμονική συνύπαρξη. Εντούτοις, ο αφηγητής

καταγγέλλει πως τους εργατικούς και αγνούς αυτούς ανθρώπους, τους

εκμεταλλεύτηκαν οι κρατούντες εξωθώντας τους να λάβουν μέρος στην εμφύλια

διαμάχη κι έχοντας τώρα την ανησυχία μήπως στραφούν εναντίον τους, προσπαθούν

να τους απομακρύνουν από τη χώρα. «Κι όμως τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει το

παν για να σκορπίσει η ομορφιά αυτή στους τέσσερις ανέμους. Οι εγκληματίες των

γραφείων εκμεταλλεύτηκαν τη ζωηράδα τους και την αγνότητά τους. Τους εξώθησαν

να σφάξουν και να σφαχτούν∙ να φαγωθούν, ιδίως μεταξύ τους. Τώρα φυσικά τους

τρέμουν και προσπαθούν να τους ξεφορτωθούν με τη μετανάστευση.»

Η δόλια αντιμετώπιση απέναντι στους πρόσφυγες, αναιρεί το τρίτο χρέος, καθώς οι

κρατούντες όχι μόνο δεν θέλουν να δουν τη δυναμικότητα των προσφύγων να

εξελίσσεται, αλλά επιχειρούν και να την εμποδίσουν ή και να τη ματαιώσουν. Οι

κρατούντες προτιμούν να δουν τις νεότερες γενιές των προσφύγων να φεύγουν από τη

χώρα, καθώς φοβούνται ότι μετά από την εκμετάλλευση που επιχείρησαν εις βάρος

τους και εις βάρος των γονιών τους, υπάρχει το ενδεχόμενο οι νεότεροι να

διεκδικήσουν την απόδοση ευθυνών.

Ακόμη και σε προσωπικό επίπεδο, διαπιστώνουμε την αδυναμία εκπλήρωσης του

τρίτου χρέους από τον αφηγητή, ο οποίος παρά την εκτίμηση για τους προγόνους του

και για την ιστορία τους, ο ίδιος δεν απέκτησε δική του οικογένεια ώστε να μπορέσει

να μεταδώσει στο γιο του τη θέληση να γίνει ακόμη καλύτερος. Παραμένει

ολομόναχος και ξένος.

Παράλληλα Κείμενα

Γιώργος Ιωάννου «Ομίχλη»

«Κι ύστερα έφτανα στο καφενείο του λιμανιού, αυτό που χρόνια είναι γκρεμισμένο,

να ξαναβρώ την παρέα μου. Κι όταν δεν ήταν εκεί -και δεν ήταν ποτέ εκεί- καθόμουν

ώρες και καρτερούσα. Πίσω από τα τζάμια διάβαιναν αράδα οι σκιές αυτών, που

τώρα έχουν πεθάνει. Κολλούσαν το μούτρο τους για μια στιγμή στο θαμπό τζάμι κι

άλλοι έμπαιναν μέσα, ενώ άλλοι τραβούσαν ανατολικά για τον Πύργο του Αίματος.

Κι αν δεν μου έγνεφε κανείς, έβγαινα κι ακολουθούσα μια σκιά, που ποτέ δεν

μπορούσα να προφτάσω.

Δε θυμάμαι από που ερχόταν εκείνη η ομίχλη, μάλλον κατέβαινε από ψηλά. Τώρα,

πάντως, ξεκινάει βαθιά απ’ τα όνειρα. Αυτά που χρόνια μένανε σκεπασμένα μ’ ένα

βαρύ καπάκι, που όμως πήρε απ’ την πίεση για καλά να παραμερίζει.»

Στο διήγημα Ομίχλη, όπου η πραγματικότητα διαπλέκεται με τις μνήμες ανθρώπων

που δεν υπάρχουν πια, ο Ιωάννου μας μιλά για την αγάπη του να περπατά στους

δρόμους της Θεσσαλονίκης, όταν όλα σκεπάζονταν από την ομίχλη. Μέσα στο θολό

τοπίο που δημιουργεί η ομίχλη, η πόλη φαίνεται πιο όμορφη, και η επικοινωνία με

τους ανθρώπους που έχουν χαθεί από τη ζωή του αφηγητή, μοιάζει πιο πιθανή.

Η μοναξιά του αφηγητή που γίνεται έντονα αντιληπτή στο πεζογράφημα Μες στους

προσφυγικούς συνοικισμούς, βρίσκεται και σ’ αυτό το πεζογράφημα, όπου επιπλέον

μας δίνεται η πληροφορία πως η παρέα του -που δεν ήταν ποτέ εκεί- αποτελείται από

άτομα που δεν υπάρχουν πια «οι σκιές αυτών, που τώρα έχουν πεθάνει». Αν

αναλογιστούμε πως κατά τη διάρκεια της ζωής του συγγραφέα ξέσπασε ο δεύτερος

παγκόσμιος πόλεμος και ύστερα ο εμφύλιος, μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί ο

συγγραφέας μετρά τόσες απώλειες στη ζωή του και πως η μοναξιά του δεν είναι

στοιχείο εκούσιο.

Η ομίχλη, σχολιάζει ο αφηγητής, ξεκινάει πλέον βαθιά από τα όνειρα που για χρόνια

έμειναν καταπιεσμένα και τώρα πια αδυνατεί να τα συγκρατήσει. Η αναφορά, αυτή,

στα όνειρά του που καταπίεσε, στη ζωή του που δεν κατόρθωσε να τη φτιάξει όπως

ήθελε, μας φέρνει στη σκέψη το παράπονο που εκφράζει στο Μες στους

προσφυγικούς συνοικισμούς, ότι ζει ξένος μέσα στους ξένους στα έτοιμα και στα

ενοικιασμένα. Η ομίχλη, επομένως, που θολώνει τη σκέψη του αφηγητή και τον

φέρνει σε επαφή με μνήμες και άτομα του παρελθόντος, πηγάζει εν τέλει κι από το

γεγονός ότι η ζωή του δεν έλαβε τη μορφή που ο ίδιος ήθελε και ονειρευόταν.

Γιώργος Ιωάννου «Η μόνη κληρονομιά»

«Κι εγώ, φυσικά, τίποτε δεν πρόκειται να κληροδοτήσω. Άλλωστε, και να είχα κάτι,

σε ποιον θα το άφηνα; Από την άλλη κιόλας μέρα τα βιβλία και τα χαρτιά μου θα

πεταχτούνε έξω από το νοικιασμένο σπίτι...

Περπατώ στους δρόμους και κοιτώντας τα ατέλειωτα σπίτια, τα άπειρα διαμερίσματα,

όλο κάτι τέτοια συλλογίζομαι: «Σε ποιον ανήκουν όλα αυτά; και πως, τέλος πάντων,

τα έχουν αποχτήσει; και ποιοι είναι αυτοί οι ευτυχισμένοι, που θα τα

κληρονομήσουν;» Εγώ για διαμέρισμα, ακόμα και ημιυπόγειο, έχω πια εντελώς

απελπιστεί. Θα πρέπει να βάλω δάνειο, που θα εξοφληθεί στο διπλάσιο, μέσα σε

είκοσι πέντε χρόνια. Μα, που να βρω τόσα λεφτά και προπάντων τόσα χρόνια; Κι αν

με διώξουν απ’ τη δουλειά ή αν πάθω κάτι, ποιος θα το εξοφλήσει; Βλέπω ξεκάθαρα

πως θα το καταπιεί και πάλι η τράπεζα και τα χαρτιά μου δε θ’ αποφύγουνε τη μοίρα

του πεζοδρομίου. Ονειρεύομαι καμιά φορά πως έχω κτήμα. Κτηματάκι βαθυπράσινο,

όπου αναπαύεται η ψυχή. Και σχηματίζεται στο μυαλό μου η γελοία σκέψη: «Κάτι

κατέχω κι εγώ απ’ αυτόν τον πλανήτη». Σίγουρα είμαι για δέσιμο.»

Η βιωματικότητα των κειμένων του Ιωάννου, η διάθεσή του δηλαδή να καταγράφει

εμπειρίες, σκέψεις και προσωπικά του συναισθήματα είναι έκδηλη σε όλο σχεδόν το

συγγραφικό του έργο. Η μεγάλη θλίψη του συγγραφέα για το γεγονός ότι ποτέ δεν

είχε ένα δικό του σπίτι που διατυπώνεται στο πεζογράφημα Η μόνη κληρονομιά,

βρίσκεται και στο πεζογράφημα Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς. Ο Ιωάννου,

άλλωστε, εργαζόταν ως καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, γεγονός που δεν

του επέτρεψε ποτέ να ξεφύγει από τις οικονομικές δυσκολίες και τους επακόλουθους

περιορισμούς. Το παράπονό του βέβαια για το γεγονός ότι πάντοτε κατοικεί σε

νοικιασμένα σπίτια, συνοδεύεται κι από το άλλο μεγάλο παράπονο του συγγραφέα,

αυτό της μοναξιάς που χαρακτήριζε τη ζωή του. Ο συγγραφέας δε δημιούργησε ποτέ

μια δική του οικογένεια «Κι εγώ, φυσικά, τίποτε δεν πρόκειται να κληροδοτήσω.

Άλλωστε, και να είχα κάτι, σε ποιον θα το άφηνα;», κάτι που γέμισε τη ζωή του με

μοναξιά και του άφησε μια μόνιμη στεναχώρια.

Την πιο δυνατή εικόνα μοναξιάς μας την παρέχει ο συγγραφέας στο πεζογράφημα

«Τα σκυλιά του Σέιχ – Σου», όπου ανατρέχει στα παιδικά του χρόνια και θυμάται

διάφορα περιστατικά από τα χρόνια της κατοχής. Κι όταν κάποια στιγμή αισθάνεται

την ανάγκη να μιλήσει με κάποιον για όλα αυτά, συνειδητοποιεί ότι είναι μόνος του

και πως δεν υπάρχει κανείς κοντά του:

«Ξεχνιέμαι καμιά φορά και σηκώνομαι να πάω σε άλλο κρεβάτι να σιγομιλήσω για

τις φωνές με κανέναν δικό μου. Μα, μόλις τρίξει το χερούλι της άλλης πόρτας και

νιώσω το άδειο δωμάτιο, συνέρχομαι και τρέχω στο γιατάκι μου. Όλα τα εξαίσια

συμβαίνουν πια μονάχα στον ύπνο.»

Γιώργος Ιωάννου «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ»

«Πέρασε η Κατοχή, ήρθαν οι άλλες μάστιγες, οι εφτά πληγές του Φαραώ. Τα παιδιά

στο μεταξύ μεγάλωναν. Τρία του μαραγκού, δυο του χτίστη και μια κοπέλα του

τελευταίου, η μεγαλύτερη. Πήγαν στο στρατό∙ έσφιξαν τα δόντια, πολέμησαν τους

κόκκινους, τους πράσινους, τους κίτρινους, ό,τι τέλος πάντων τους είπαν οι ανώτεροί

τους. Σαν τη γλίτωσαν αποκεί, βγήκαν για δουλειά. Στο στρατό, ώσπου να τους

κάνουν να πέσουν στη φωτιά, τους έταζαν λαγούς με πετραχήλια. Τώρα δε γυρνούσε

κανένας να τους δει. Καταστάλαξαν στο καφενείο, που ακουμπάει στα τείχη, κι όλη

μέρα έπαιζαν χαρτάκια. Το καφενείο ήταν φίσκα από ανέργους, όχι μόνο παλικάρια,

αλλά και μεγάλους ανθρώπους, πατεράδες με παιδιά.

Μόλις είχαν αρχίσει να υποψιάζονται τα στραβά και τ’ ανάποδα αυτού του τόπου κι

οι συζητήσεις στο καφενείο πήραν να γίνονται πιο ζουμερές, άνοιξαν οι δρόμοι για τη

μετανάστευση. Αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν ποτέ μονάχα σ’ ένα καφενείο.

Μάθαν οι άρπαγες την καταλαλιά, φοβήθηκαν πως η τόση εκμετάλλευση μπορούσε

να τους βγει ξινή κάποτε, κι αποφάσισαν να τους αμολήσουν.»

Το απόσπασμα αυτό από το διήγημα Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ αναφέρεται ακριβώς στα

γεγονότα που σχολιάζει ο αφηγητής και στο Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς,

την εμπλοκή δηλαδή των προσφύγων και των παιδιών τους στον εμφύλιο πόλεμο και

την προσπάθειά κατόπιν των κρατούντων να τους απομακρύνουν από τη χώρα μέσω

της μετανάστευσης.

Οι εδώ Έλληνες θέλοντας να εκπληρώσουν τα πολιτικά και κομματικά τους

συμφέροντα, στρατολόγησαν τα παιδιά των προσφύγων και τα έριξαν στη μάχη -η

αναφορά γίνεται για τον εμφύλιο πόλεμο. Ύστερα, αφού είχαν επιτύχει αυτό που

ήθελαν, αφού διατήρησαν δηλαδή τον πολιτικό έλεγχο της χώρας και δεν είχαν καμία

ανάγκη για στρατιώτες, αδιαφόρησαν για τους πρόσφυγες και τους εγκατέλειψαν

στην ανεργία και στην ανέχεια. Μόνο όταν συνειδητοποίησαν πως οι άνθρωποι αυτοί

δεν ήταν τόσο ανόητοι, ώστε να μην καταλάβουν τον εμπαιγμό και φοβούμενοι την

αντίδρασή τους, έκλεισαν συμφωνία με τη Γερμανία, ανοίγοντας το δρόμο της

μετανάστευσης.

Τα παιδιά των προσφύγων, αδυνατώντας να βρουν εργασία στην Ελλάδα,

αναγκάζονται να αφήσουν τη νέα τους πατρίδα και να γίνουν από πρόσφυγες

μετανάστες, καταλήγοντας να εργάζονται στη Γερμανία, αλλά και σε άλλες χώρες. Η

άδικη αυτή αντιμετώπιση απέναντι στους πρόσφυγες και η στυγνή εκμετάλλευσή

τους, στηλιτεύεται από τον Ιωάννου και στα δύο πεζογραφήματα, καθώς ο

συγγραφέας θεωρεί τους κρατούντες του ελληνικού κράτους υπεύθυνους τόσο για τη

συμμετοχή των προσφύγων στον εμφύλιο πόλεμο, όσο και για την εξώθησή τους κατόπιν στη μετανάστευση.