ΛογοτεχνίαΣύμμεικτα


Κατάδυση στα έγκατα

Κώστας γεωργουσόπουλος, εφ. Τα Νέα, 31/12/2007

Το «Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» του Ο' Νηλ είναι ένα έργο σπαραγμού

«O Ο΄ Νηλ ήταν μια από τις πιο ανήσυχες συνειδήσεις της Αμερικής στα σαράντα χρόνια της θεατρικής του πορείας από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ώς την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου μετά τον Β΄, έζησε την περιπέτεια του έθνους του από τον απομονωτισμό στον ηγεμονισμό, από το χρυσό και ρόδινο όνειρο της ευημερίας στην κρίση του ΄29 και από το Νιου Ντηλ στη Χιροσίμα. Γαλουχημένος με τα επαναστατικά ρεύματα της Ευρώπης, ενημερωμένος για τα μεγάλα κινήματα της τέχνης, πάντα πρωτοπόρος και συχνά ανατρεπτικός. Είναι αυτός που έφερε στη μακάρια αμερικανική πουριτανική κοινωνία τον θάνατο του Θεού, τον τρόμο των υποσυνείδητων εγγραφών, το φροϋδικό “βλέμμα”, τον ουτοπικό σοσιαλισμό. Μέσα στο ανατρεπτικό και συνεχώς, μορφολογικά τουλάχιστον, ανατρεπόμενο έργο τού Ο΄ Νηλ, ο νατουραλισμός και η ωμότητα ως προσόντα του καπιταλισμού, ο συμβολισμός ως καταφυγή και άλλοθι, ο εμπρεσιονισμός ως κοινωνιολογική μέθοδος και ταυτόχρονα ως κριτικός παραμορφωτικός καθρέφτης, ο ρεαλισμός ως ισορροπιστικός τρόπος και ως αφετηρία λυτρώσεως από το φαντασιώδες εναλλάσσονται, αλληλοσυμπληρώνονται, αλλά συχνά επικαλύπτονται.

Το “Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα” είναι ένα έργο διαθήκης κυριολεκτικά, έπρεπε να παιχτεί, κατ΄ εντολή του ποιητή του, είκοσι χρόνια ύστερα από τον θάνατό του. Δυστυχώς, η άπληστη για χρήματα τελευταία σύζυγός του και κληρονόμος του το παρέδωσε βορά στο αδηφάγο κοινό δυο χρόνια μετά την κοίμηση του μεγάλου συζύγου της.

Τι βλάπτει; Θα πείτε. Ένα έργο διαθήκης, όπως αυτό, ένα έργο που λειτουργεί πάνω στη σκηνή σαν το ντιβάνι του ψυχαναλυτή, χρειάζεται να κρατάει τις αναγκαίες αποστάσεις για να αποδώσουν οι αποστάξεις του. Ο Ο΄ Νηλ είχε επιλέξει μακρύ χρόνο επώασης ώστε τα πρόσωπα και οι πράξεις τους να μη συνδέονται με τη ζωή και τη μιζέρια της, αλλά να γίνουν πρόσωπα οικεία πάντα, ενός ποιητικού μύθου.

Το κωδικό αυτό κείμενο φέρνει όλα τα σημάδια ενός τυραγνισμένου εγώ και όλες τις συνειδήσεις που σφράγισαν με αιμάτινη ή πυρωμένη σφραγίδα την τέχνη τού Ο΄ Νηλ. Παρών ο Φρόυντ και η ανελέητη κατάδυση στα έγκατα. Παρών ο μηδενισμός του Νίτσε. Παρών ένας αιώνια αυτοβασανιζόμενος πουριτανισμός. Παρών, τέλος, ο μάστορας Ίψεν και η πυρίκαυστη τεχνική εφιαλτών του Αυγούστου Στρίντμπεργκ. Σκέφτομαι πως μόνο ένας διψασμένος για νέα φόρμα, αντικομφορμιστής Αμερικανός, θα μπορούσε να συζεύξει τον αστικό ορθολογισμό στη γραφή του Ίψεν με τον αναρχικό παραλογισμό του Σουηδού “μανιακού”. Πράγματι στο “Ταξίδι”, που είναι κυριολεκτικά ένα ταξίδι στα βάθη του υποσυνείδητου των ηρώων με όχημα τον ρεαλισμό του ιψενικού μοντέλου, είναι ένα έργοδιαθήκη και από αυτή την άποψη κωδικοποιεί τις οφειλές του Ο΄ Νηλ στους δασκάλους του και αφήνει την κληρονομιά του στους διαδόχους του. Χωρίς το “Ταξίδι” δεν θα είχε γραφτεί ποτέ από τον Άλμπυ το “Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ”, ούτε από τον Ιντζ το “Γύρνα σπίτι μικρή μου Σήμπα” ούτε από τον Τ. Γουίλιαμς “Η λυσσασμένη γάτα”, ούτε από τον Αρθ. Μίλερ το “Ψηλά από τη γέφυρα”. Η επιρροή του Ίψεν και του Στρίντμπεργκ στους νεώτερους Αμερικανούς συγγραφείς περνάει μέσα από την εύκρατη ζώνη του Ο΄ Νηλ.

Το “Ταξίδι” είναι ένα έργο σπαραγμού, η λέξη με την κυριολεκτική της ωμότητα. Η “αγία οικογένεια” του πουριτανικού αστικού ήθους κακοφορμίζει και το σπυρί σπάει και το πύον κατακλύζει τον κόσμο. Το σύνδρομο της αστικής ηθικής ως προϊόν του καπιταλισμού, όπως το θέλει ο Βέμπερ, γίνεται έξοχο δραματικό πρόσωπο στον ρόλο του Τζαίημς Ταϋρόν. Ευνουχισμένος άνθρωπος έρμαιο του κέρδους, φοβισμένος άνθρωπος ναυαγός πάνω στη σανίδα σωτηρίας, το κέρδος, τη γη, το τομάρι. Η Μπλανς Ντυπουά προηγείται χρονικά της Μαίρης Ταϋρόν αλλά και οι δύο μαζί με τη Μάρθα του Άλμπυ αποτελούν τα θραύσματα του αμερικανικού ονείρου. Τα δύο πάλι παιδιά, η αποτυχία και το περιθώριο των διανοουμένων, συμπληρώνουν το τετράγωνο μιας τραυματικής κοινωνίας που θεοποίησε το χρήμα και βούλιαξε στα ρηχά».

Αυτά γράφονταν πριν από 20 χρόνια και δεν άλλαξα άποψη. Το αριστούργημα του Ο΄ Νηλ έχει θετικά και συχνά υπερθετικά ανεβάσματα στην ελληνική σκηνή. Ίσως γιατί ο δαιμόνιος Αμερικανός ακουμπάει με σιγουριά πάνω στο τραγικό αρχαίο ρίγος. Καθεμιά από τις προηγούμενες σκηνικές ερμηνείες (του Μινωτή στο «Εθνικό», του Μπερτζ στο «Θέατρο Ιλίσια», του Τσακίρη στο «Θέατρο Αθηνά»- με πρωταγωνίστριες αντίστοιχα την Παξινού, τη Γαληνέα, τη Λάσκαρη και πρωταγωνιστές τον Μινωτή, τον Αλεξανδράκη, τον Θεοδωρακόπουλο) είχε την προσωπική της ματιά (αντίστοιχα εξπρεσιονιστική, ρεαλιστική, νεωτεριστική).

Τώρα ο Αντώνης Αντύπας στο «Απλό Θέατρο» με ασφαλή βάση τη μυθική μετάφραση του Γκάτσου και με σκηνικό χώρο και κοστούμια του μόνιμου πλέον συνεργάτη του Γιώργου Πάτσα, που κάθε τόσο μας εκπλήσσει με τη δραματουργική του ερμηνευτική εικαστική πρόταση και βέβαια τις έξοχες παρεμβάσεις της Ελένης Καραΐνδρου, που πάντα με τρεις - τέσσερις νότες διεισδύει στον χαρακτηρολογικό πυρήνα του έργου και των προσώπων, και καθοριστικά με την ευαισθησία της αρχιτεκτονικής του φωτός του Λ. Παυλόπουλου, δίδαξε το έργο με αναφορές ύφους και στον Ίψεν και στον Στρίντμπεργκ και στους επιγόνους του Ο΄ Νηλ Τ. Γουΐλιαμς και Άλμπυ.

Γιατί ο Ο΄ Νηλ είναι δραματουργικό καλειδοσκόπιο. Χωρίς να παύει να είναι εξαιρετικά και αυθεντικά πρωτότυπος και ιθαγενώς Αμερικανός. Ο Αντύπας είναι ένας σκηνοθέτης της «παλιάς» καλής σχολής, δεν προβάλλει το εγώ του στα κείμενα, δεν αυθαδιάζει, δεν τα ανατρέπει, δεν τα «τσιμπάει» για να φανεί η τσακπινιά του και η «μαγκιά του». Διδάσκει σκηνική συμπεριφορά, αίσθηση του στυλ, του χρόνου και της χειρονομίας της εποχής. Κι όσο αυθεντικά ερμηνεύει το Νουν των κειμένων τόσο τα μεγάλα κείμενα (που γι΄ αυτό είναι μεγάλα) αναδεικνύονται διαχρονικά και σύγχρονα.

Επιστροφή στην παιδική αφέλεια

Η Ράνια Οικονομίδου αναδεικνύεται μεγάλη πλέον ερμηνεύτρια. Η Μαίρη Ταϋρόν της κατά την ταπεινή μου γνώμη ήταν η πλησιέστερη προς τις προθέσεις του Ο΄ Νηλ. Έπλασε την ταπεινωμένη κοινωνικά και ηθικά γυναίκα με τέτοια σαφήνεια που απέδειξε πως το πάθος της και η καταφυγή της στους τεχνητούς παραδείσους ήταν άμυνα και κέλυφος, επιστροφή στην αθωότητα και την παιδική αφέλεια. Ήταν η μεγάλη απατημένη και εγκλωβισμένη στο απατηλό αμερικανικό όνειρο.

Ο Δ. Καταλειφός (Τζαίημς Ταϋρόν) έπαιξε με λεπτές αποχρώσεις και το μοτίβο του ρατέ και το μοτίβο του τσιγκούνη και το μοτίβο του επηρμένου και τσαλαπατημένου από το σύστημα καλλιτέχνη που γυρνάει στην αμπάριζα της Γης, αλλά τώρα πλέον ως δούλος του κέρδους και όχι της νοσταλγίας της ρίζας.

Ο Άλκις Κούρκουλος απέδειξε ότι είναι αυτόφωτο, αυτόνομο ταλέντο με συνθετικές δυνατότητες. Και μόνο ο τρόπος που υποδύθηκε στη σκηνή της μέθης τον εγγράφει στα αυθεντικά υποκριτικά τάλαντα.

Ο Κώστας Βασαρδάνης συνεχίζει την ανοδική του πορεία προς μια προσωπική κατάκτηση ενός ιδιότυπου αλλά γνήσιου κώδικα.

Τέλος η Σοφία Καλεμκερίδου έχει μια ζωτική σκηνική παρουσία, στέρεη και εσωτερικά πλουσιοπάροχη.